Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Να τη μάγισσα, να τη νεράιδα, την ψέφτρα, να τη σκύλα που μπαίνει. Και πριν ανοίξη το χείλι, την αρπάζω από το χέρι. Εδώ! Αμέσως εδώ! Πέσε χάμου και φίλησε πόδι. Παρακάλειε να μη σε σκοτώσω και φώναξε, φώναξε δυνατά, να σ' ακούσω, πως με γέλασες, πως το σιχαμένο σου το στόμα ψεφτιές ξερνά και μόνο ψεφτιές. Από πού έρχεσαι; Πού κυλιούσουν; Πατσαβούρα!
Οι δόξες όμως που τη μια μέρα πετούνε στον αιθέρα και την άλλη πέφτουνε χάμου στάχτη, δεν είναι δόξες, δεν είναι αστέρια — είναι πεφτάστερα. Η αληθινή η δόξα έρχεται από έργα που μένουν κι αποφασίζουν την τύχη ενός λαού, καθώς τα έργα του Μεγάλου του Κωσταντίνου. Μας φαίνεται λοιπό σα να μην πήρε ο Ιουστινιανός του Μεγάλου Κωσταντίνου το δρόμο· σα να ζήτησε μάλιστα και να τονέ στραβώση.
Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, να! απ' τα ζερβά τούς βγήκε 200 κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο· τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος 204 τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση, και πήρε δρόμο — κρώζοντας — με τ' αγεριού το χνώτο.
'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.
Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Αυτό τούδωσε στα νεύρα κι άρχισε να περπατά εξαιρετικά γρήγορα, όταν ξαφνικά ένα παιδάκι κάτω από ένα θολωτό δρόμο τρέχοντας βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια του κ' εκυλίσθη χάμου.
Νόμισε πως το ξύλο ανάμπαιζε τη θρησκεία του· τους παπάδες και το λαό, τα λιβάνια και τα λάβαρα, όλα τον αγέλαε. Του ήρθε να φωνάξη, να διαμαρτυρηθή. Είπε να χυθή απάνω του, να ταρπάξη από τα χέρια των παλληκαριών και να το ποδοκυλήση χάμου, μέσα στον κουρνιαχτό και τις καβαλίνες. Είπε· μα δεν έκαμε τίποτα. Τα πόδια του δε θέλησαν να πάνε μπροστά· τα χέρια του έμειναν κάτω κρεμασμένα.
Επήδησε μ' ορμή πάνω στη φουσκωμένη την κοιλιά του Λιάρου. Ξαπλωταριά χάμου σύξυλο εμουκάνιζε το βόιδι με κλάψα. Αγκομαχούσε μ' αγωνιά, κι αναχάραζε σα να ψυχοραγούσε. Εφύσαε το σβυσμένο ρουθούνι του φριχτά. Ανέμιζε στο φύσημά του κ' εσήκωνε σύγνεφα γύρω τα χώματα. Του μακελάρη το γυμνασμένο χέρι έσκισε τον αέρα μ' ορμή. Ταστραφτερό λεπίδι λαμποκόπησε ψηλά.
Δέφτερος πήρε ο θεϊκός Δυσσέας να σηκώσει, και μια σταλιά τον σάλεψε, μα πού να τον σηκώσει! 730 Μον το δικό του λύγισε το γόνα, κι έτσι πέφτουν χάμου κι' οι διο κοντά κοντά και κουρνιαχτό γιομίζουν.
Θύμωσε αφτή — το θεϊκό το σπέρμα, η σαϊτέφτρα — κι' αρσενικό άγριο ασπρόδοντο τους έστειλε γουρούνι, που του Βοινιά τού ρήμαζε τ' αμπέλια νύχτα μέρα, 540 κι' έρηξε σύγκορμα πολλά δεντρά μεγάλα χάμου μαζί με ρίζες και μαζί και με των μήλων τ' άθια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν