Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.
Αλλ' η γραία, μνησικακούσα πάντοτε διά τον τρόπον αυτόν του γαμβρού της, «όστις έφυγε κ' έρριξε πέτρα πίσω του», η γραία, υπερήφανος διά την καταγωγήν της και το σόι της, δεν επείθετο να επιτρέψη εις την κόρην της να ταξειδεύση, να γυρίζη 'ς τα χαμένα. — Αφού δεν σου γράφη, έλεγε, θα πη πως σ' απαράτησε, κορίτσι μου, και κάθισε 'ς τ' αυγά σου.
ΘΑΝΑΤΟΣ Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη. Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Χορός γερόντων.
Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ' εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νουν σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! — Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ' επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!... Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης.
Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.
Παρετήρει ο μπάρμα-Σταύρος βλέπων την Κρατήραν να επιστρέφη εκ του φούρνου την παραμονήν φορτωμένην απάν-'πανωτού τα χριστόψωμα με το σάμι και το μαυροκούκι . Και έλεγεν υπό τους στακτερούς του μύστακας: — Θέλα φυτέψω ένα στρέμμα εληαίς με τα έξοδα αυτά τα χαμένα. Δεν ετόλμα και φανερά να την επιπλήξη, διότι την ηγάπα την ωραίαν Κρατήραν.
Ότι είχαν και δεν είχαν γιώτα Παναγιώτα σε δύο τρεις εκλογές, βαρέθηκαν στα ύστερα και τα χτήματά τους, τον έπιασαν ως χρεοφειλέτη και τον ίδιο και στενάζει τόρα τρεις μήνες στις φυλακές της Λαμίας. Τι να κάμη κι αυτός σήμερα; χαμένα τα είχε, φτωχός και φαμελίτης άνθρωπος.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Στον καθρέφτη άντα τηριέσαι, Φύλλι, μη μου ξεπλανιέσαι, Τόσο να παραπροσέχης, Για να βρης τι τάχα έχεις Που μαγεύεις τον καθένα, Όποτε αντικρύση εσένα. Γιατί αυτό που σε στολίζει, Κι' οχ της άλλαις σε χωρίζει, Αν εσύ καλά γνωρίσης, Αλλον πλιο δε θ' αγαπήσης· Και θα πάθης στην καρδιά σου, Ό,τι οι άλλοι οχ τη θωριά σου. Και αλοίμονο σε εμένα, Που θα ελπίζω στα χαμένα.
Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν