Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Φωτιά σ' όλο ταρχοντικό σου, και φεύγα, Μην κάθεσαι και τα βλέπης. Θα περάση το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμη κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλη φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου τόλεγα! μην αργήσης. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις.

Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.

Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει και την ψυχή του πνίγουν τα δεσμά, κοντά μου ! Κάτω ας πέση ό τι σηκώνει γαύρο κεφάλι ενάντια μας! ΜπροστάΚαι με ματιά άγρια, άγια πυρωμένη ώρμησε· ακολουθήσαν λιγοστοί, περσότερα παιδιά· το πλήθος μένει βουβό, μαρμαρωμένο τον θωρεί.

Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.

Πού να τον δης; Σα σε πιάση η σφίξη βλέπουμε, τι θαρρείς, τραχανολόγε του διαόλου! Τέτοια πραμματάκια σαν κι εσάς νάχα στον πόλεμο, πρόκοβα. Ο λεβέντης που άμποχνε τα ξύλα και τα κάρβουνα με τις χερούκλες του και φυσούσε με φουσκουμένα μάγουλα τη φωτιά και τον περίχυναν οι σπίθες φωτεινές στο ξανθόμαλλο κεφάλι του, αποκαρώθηκε.

Η μάνα με την ψυχοπαίδα, δεν είχαν πάρει μεσάνυχτα ακόμη, κ' ήταν ξύπνιες. Εσηκώθηκαν, έβαλαν φωτιά, κι άρχισαν να ψήνουν τα λαλάγκια. Μας πήρε η τσίκνα του λαδιού, που τίκλωσε μέσα το σπίτι. Ακούσαμε και το τσιτσίρισμα του τηγανιού στη φωτογωνιά. Επεταχτήκαμ' από τα στρώματα κ' εμείς τα παιδιά. Ετριγυρίσαμε τη φωτογωνιά γύρω ολόχαρα.

Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιέςκι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάειγια ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.

Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω. Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ' είπε να μη σηκωθή απ’ το κρεββάτι-μα και να ήθελε, μπορούσε; Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. -Σαν περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά ;» -Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και κοιμόσαστεν ορθοίΝα τονέ βλέπατε πως έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα κάμη όλα τρίψαλα ! Ο μάστοράς του φώναζε: «Έ!! Νίκο ! έχει εκατό δραμές αυτή η καρυδιά ! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώΑυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ' έξυνε κ' έγλυφε το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του.

&1869, Θερτή 13&. Εχειροτονήθη επίσκοπος Παραμυθιάς ο κυρ Άνθιμος Τσάτσος. &1869&. Στες 29 Θερτή ημέρα Τρίτη κατά τα ξημερώματα εκάηκαν τα Γιάννινα. Τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι Τούρκοι. &1870, Απριλίου 19&. Εκάηκαν τα παλάτια τ' Αλήπασα στο Κάστρο. &1872&. Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας.

Επειδή λοιπόν ο Προμηθεύς ευρίσκετο εις αμηχανίαν και δεν ήξευρε ποίον μέσον σωτηρίας να εύρη διά τον άνθρωπον, έκλεψεν από τον Ήφαίστον και την Αθηνάν την σοφίαν των τεχνών μαζί με την φωτιάνδιότι είναι αδύνατον να αποκτήση κανείς ή να μεταχειρισθή αυτήν την σοφίαν χωρίς την φωτιάκαι έτσι λοιπόν την εχάρισεν εις τον άνθρωπον.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν