Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Νύχτες εννιά δε μ' άφιναν, μον πλάγιαζαν τριγύρω 470 φυλάγοντας με τη σειρά, δίχως στιγμή να λείψει φωτιά, μια κάτου απ' της αβλής τις αψηλές κολόνες, άλλη στο πρόσπιτο, μπροστά στου γιατακιού την πόρτα.
Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μεσοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέττον στραβά, με στρημμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου. Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβυνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβυστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος.
Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών.
Συγχρόνως είχε πλησιάσει και η Σαϊτονικολίνα και με ήμερον γλώσσαν παρέστησεν εις τον υιόν της ότι έκαμε μέγα αμάρτημα: — Πώς δεν έρριξ' ο Θεός φωτιά να μάςε κάψη, παιδί μου! Ο Μανώλης την ήκουε, κάτω νεύων, έτοιμος να κλαύση. Δεν ήξερε κιαυτός πως τώπαθε. — Μάνα μου, ντροπή! του έλεγε ταπεινοφώνως η μητέρα του. Ακούς να φοβηθή και να τα χάση πως είδε το δάσκαλο!
Ο αγνώριστος ξένος πέρασε μπροστά απ' όλες τες εξώθυρες, στάθηκε μπροστά σ' όλες, όλα τα σπίτια του Μικρού Χωριού ένα-ένα τον προσκάλεσαν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».
Η δίκη αυτή έβγαλε στη μέση ανοησίες και αχαριστίες τερατώδεις. Ο Wilde έπεσε και στη θεληματική πεισματάρικη ξεχασιά των συμπατριωτών του, τα βιβλία του εκάησαν, τα θεατρικά του έργα αποκλείσθηκαν από το θέατρο, τα έπιπλά του πουλήθηκαν σε δημοπρασία και λίγο έλειψε να βάλουν και φωτιά στο σπίτι του.
Κακό πράμα ναν' η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα της ! Τον αγαπάει μ’ αλλοιώτικη αγάπη από 'κείνονε, με μια φωτιά πιο άγρια, σα βιαστικιά κι απελπισμένη για τη νιότη που της φεύγει· και ο καημός αυτός, πέφτοντας μέσα στη φλόγα την ερωτική, την κάνει κι αποθεριεύει και πίνει όλη τη γυναικεία δροσιά.
Θαρρούνε πως καίγουνται· και σ' εμάς υπάρχει η φωτιά. Θέλουμε να βλέπη ο ένας τον άλλονε· για τούτο παρακαλούμε να ξημερώση γληγορότερα. Απάνου κάτω αυτό είναι ο έρωτας· κι αγαπιόμαστε χωρίς να το ξέρουμε. Μα αν είναι τούτο ο έρωτας κ' εγώ αυτός που αγαπιέται, γιατί λοιπόν υποφέρνουμε αυτά; και γιατί ζητάμε ο ένας τον άλλον; Αληθινά τα είπεν ο Φιλητάς.
Παιδιά, τα πήρε η τύφλα Και χύνονται μες 'ς τη φωτιά... Του Διάκου τα λιθάρια Με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν. Αρπάζουνε για ν' αναιβούν την πέτρα με τα νύχια Κι' ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.
Τον είχε φάη η φωτιά και σωριάστηκε μισός από δω, μισός από κει μαζί με το Λιάκο στον αέρα, που φώναζε ακόμα μέσα στο κατρακύλημα των λιθαριών: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!.....
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν