Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Μα την πίστη μου, είπε ο αδελφός Γαρουφάλης θα πεθυμούσα όλ' οι θεατίνοι να πνιγούνε στο βάθος της θάλασσας. Εκατό φορές μου ήρθε ο πειρασμός να βάλω φωτιά στο μοναστήρι και να πάω να γίνω τούρκος.

«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα »κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι »που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη »κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου· »γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας »πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!

Χίλιες φορές δρασκέλησεν από το ένα μέρος Και χίλιες ξεδρασκέλησεν αντίθετα από τ’ άλλο, Ξανάειπε χίλιες δυο φορές τα μαγικά της λόγια Και δυο χιλιάδες έφτυσε τριπλά πισόπλατά της, Κι’ όλο συμπούσε τη φωτιά κι’ όλο τη συδαυλούσε, Κι’ έρριχνε ξύλα απάνω της για να κρατούν τη φλόγα.

Η Μάρω βαρυνθείσα ν' ακούη τους πειρακτικούς εκείνους λόγους απεμακρύνθη των χωρικών και καθήσασα εις μίαν άκραν της αυλής, επί τινων καυσοξύλων, ήρχισε να μοιράζηται μετά του Γιάννου το φαγητόν. — Να σου ειπώ, κόρη μου· δεν νυστάζεις ; ηρώτησεν αυτήν μετ' ολίγον πλησιάσας ο γέρων χωρικός· οι κότες εκούρνιασαν, το κρασί εσώθηκε, η φωτιά εσβύσθηκε κ' εμείς θα πλαγιάσωμε· τι θες να κάνης ;

Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβή το μεγαλείο κ' η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρεμούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο &μέρες& στον άνθρωπο.

Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι, Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι, Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης. Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα. Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.

Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.

ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν