Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχη;» Τότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, 765 π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβει.» Είπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.
Έτσι όλη νύχτα ολόγυρα στον ξακουστό Αχιλέα νεκρόκλαιγαν με στεναγμούς τον Πάτροκλο οι συντρόφοι. 355 Κι' η Θέτη τότες έφτανε στον πύργο του Ηφαίστου, 369 άλιωτο αστρένιο, απ' των θεών πιο πίσημο των άλλων, 370 χαλκένιο, που τον έφτιασε ατός του ο Κουτσοπόδης.
Τότες η Βρισοπούλα, νια χρυσή σαν Αφροδίτη, σαν είδε από σκληρό χαλκό τον Πάτροκλο σφαγμένο, τούπεσε απάνου, κι' έμπηξε τα κλάματα, ξεσκώντας, την όμορφη όψη τ' απαλά λαιμά της τ' άσπρα στήθια. 285 Κι' έτσι μοιρολογούσε η νια πούχε νεράιδας κάλλη «Πάτροκλε, εσύ που η μάβρη μου σε λάτρεβε η καρδούλα, Αχ ζωντανό εγώ σ' άφισα σαν έφεβγα, και τώρα στο γυρισμό μου, αφέντη μου, σε βρίσκω σκοτωμένο.
Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί.
Κι ως τόσο ένας τους — ο Εξαποδός πρέπει να τονε σκούντηξε — βγήκε από το δρόμο του να μαζέψη για το ζω του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχη κ' είταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κ' είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώση την πόρτα.
Μα τότες δεν τον βοήθησε η σαϊτέφτρα η κόρη και τα σημάδια οπούτανε ως τότες προικισμένος, πάρα ο πολεμοδόξαστος Μενέλας σαν τον είδε 55 κι' έφεβγε ομπρός του, τούστειλε στους ώμους το κοντάρι, ίσα στη μέση, κι' αντικρύ τού τόβγαλε ως στα στήθια. Κι' έπεσε μπρούμτα, κι' άχησε βαριά η αρματωσά του.
Ζυγώνει ο Ρουφίνος να τους μιλήση και να τους καλοπιάση για να τους έχη μαζί του ανίσως και ταίριαζε να σκαλώση στο θρόνο, και κει απάνου του μπήγουνε μερικές σπαθιές, και πέφτει χάμω νεκρός. Πήρε τότες το κεφάλι του ο όχλος και τόσερνε μέσα στους δρόμους.
Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου; Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη, 705 τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα, τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα, και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας, δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα. 710
Να τους ξαναζωντανέψη τους Αθηναίους, ή να τους ξαναφέρη στη χώρα τους όσα ο Σύλλας κι ο Νέρωνας ξολοθρέψανε κι αρπάξανε, σα δύσκολο· και μήτε ταίριαζε με τη φιλοδοξία του. Ποιος θα τους λάτρευε τότες! Μεταφέρνει λοιπόν πλούτη από τη Ρώμη και τα σπέρνει αλύπητα στην Ελλάδα μέσα. Ως και σιτάρι τους μοίραζε χάρισμα.
Τότες τ' απάντησε η κυρά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα 50 «Τώρα τρεις χώρες έχω εγώ πολύ πιο λατρεμένες, τ' Άργος, και την πλατύδρομη Μυκήνα, και τη Σπάρτη, και ρήμαξε τες αν ποτές τις οχτρεφτεί η καρδιά σου· κι' αφτές δε σ' τις αρνιέμαι εγώ και δεν τις διαφεντέβω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν