Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Χτυπηθήκανε σιμά στο σημερνό τον Κιουστεντζέ, μα δίχως αποτέλεσμα. Βλέπει τότες ο Αυτοκράτορας πως χρειαζότανε μεγαλήτερη δύναμη, φώναζε κι ο λαός, αναγκάστηκε λοιπόν ήθελε δεν ήθελε ο Βάλεντας να βγη ατός του μ' όλες τις Λεγεώνες της Ανατολής, και να τους κυνηγήση. Τους αντάμωσε κοντά στην Αδριανούπολη, Αύγουστο του 378. Ο κόσμος όλος καρτερούσε να μάθη το ξολόθρεμά τους.
Παλικαράς όντας κι αγαπημένος από τους παλιούς του συντρόφους, μόλις τους φώναξε να παρατηθούν από την προδοσία και τους μαλάκωσε. Παίρνει τότες την αρχηγία του στρατού ο γέρος ο Ορβέτιος, παλιός στρατηγός του Μεγάλου Κωσταντίνου, κ' ύστερ' από μερικά τσουγκρίσματα με τους συνωμότες απόμεινε ο Προκόπιος ολομόναχος.
Από τον καιρό του Αύγουστου είχαν καταγραφή στην Ανατολή όλα τα χτήματα κι όλοι οι αχτήματοι κάτοικοι σε φορολογικές μονάδες. Capita τις έλεγαν τότες, ζυγοκέφαλα αργότερα. Απάνω σε κείνη την καταγραφή μαζεύουνταν οι φόροι, προσωπικοί και χτηματικοί· οι πρώτοι σε χρήμα, οι άλλοι σε καρπό ή και ζώα. Στην αρχή κάθε λίγο δευτερώνουνταν αυτή η καταγραφή κι άλλαζαν τα βιβλία.
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης «Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας.
Τότες οι πιστικοί οι καλοί, που γύρω εκεί σταλίζουν, Δείχναν με τες αγκλίτσες τους και τα στραβορράβδια Σε βράχου απάνου, σε γκρεμού κορφή και σε ραχούλα Μικρό σταχτόφτερο πουλί και λένε: — &Ω ψωμοπάτης&— Λεβέντες αρματώνονται να παν ν' αρπάξουν κόρην, Κόρην για τον σταυράδερφο τον μπράτιμο το Θύμιο.
Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν· — Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!
Αρνί σου θα γίνω. Κοίταξέ με. Τα ματάκια σου, δώσε με τα ματάκια σου να τάχω πάντα μαζί μου, πάντα να μ' ακλουθούν και να θέλγουν. Τότες πια δεν τυραννιούμαι. — Έπρεπε να σε μισήσω, Καρλή, και δε σε μισώ. Δεν ξέρω κ' η ίδια τι μου γίνεται. Είμαι ακόμη παιδί. Είμαι άπραχτο παιδί. Εσύ τόσα είδες, τόσα έμαθες! Εσύ είσαι άντρας. Ναι! Το κατάλαβα πως δεν παίζεις μαζί μου.
Τότες ο Αίας φώναξε στον άρχο Πολυδάμα «Λόγιασε εδώ, του Πάνθου γιε, και πες μου την αλήθια. 470 Τι λες; Αξιζει αφτός εδώ ο άντρας τ' Αρηλύκου τον άξιο γιό; Όχι ποταπός και ποταπώνε σπέρμα, Μον σα να φαίνεται αδερφός του ξακουστού Αντηνόρου ή γιος· τι εκείνου πιο θαρρώ κορμοστασά 'χει κι' όψη.» Έτσι είπε τάχα — μα καλά τον ήξερε — και πίκρα 475 μπήκε στων Τρώων την καρδιά.
Είδαμε λοιπόν πως ο Θεοδόσιος είχε δυο μεγάλες ιδέες, και πως τις έβγαλε και τις δυο πέρα. Τη μια την πολιτική, πολύ μα την αλήθεια πιο πιδέξια και πιο φιλάνθρωπη από την άλλη, τη θρησκευτική. Το μεγαλήτερο χάρισμά του, και το πιο χρειαζούμενο τότες, είταν η σιδερένια του θέληση. Αυτή τον έκαμε μεγάλο το Θεοδόσιο.
Πες μου α δε φωνάζη τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάννα μου», κι ας έμαθες να κλίνης το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί! Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ' εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάννα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάννα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τάλλα, για την καλή σου την τύχη . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν