Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Μα σαν τι μαθές να τρέχη; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός. — Σαν τι να τρέχη; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν τόννοιωσες ακόμα πως η Κερά Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είνε Κρητικιά, και πως είνε η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε ταυτί σου τόνομά της τότες που τηνε φώναζε ο άντρας της να πη να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

Ο πρώτος μου λόγος, άμα τη συνέφερα, ήτον να τη ρωτήσω πού βάρεσε. Η κόρη σήκωσε τα μεγάλα καστανά μάτια της, κυκλωμένα περίγυρα κατά τες κώχες με μια αλαφριά μελανή λουρίδ' από τη λαχτάρα, και νοτισμένα από δυο χοντρά μαργαριτάρια, δάκρυα που τότες άρχιζαν ν' αναβρύζουν, με κύτταξε τόσο συμπαθητικά που ποτέ δε θα το λησμονήσω στη ζωή μου, και μούπε ανάλαφρα: — Πουθενά,... σ' ευχαριστώ.

Βρε παιδί μου, μην τύχη και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Εμένα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κ' εκεί τα λέμε. — Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τόνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είνε που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τάχασα με τη μαζώχτρα και τόκαμα. Αράδα, σου τώρα να μ' ακούσης και συ, και νάρθης μαζί μου.

Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

Αν έτσι κάνεις κι' ο στρατός δεν παρακούσει, τότες θα δεις πιος αρχηγός κιοτής και πιος είναι αντριωμένος, 365 και πιο απ' τα σώματα· γιατί θα πολεμάνε χώρια· θα πεις κι' αν θεϊκιά από οργή το κάστρο αν δεν κουρσέβεις ή κι' από δείλια των αντρών κι' αγνωροσύνη μάχης

Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξειςΤότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!

Εμείς όμως το βάζουμε, και το ύφος μας τότες έχει μια κάποια μυστικιά δύναμη που τη νοιώθει και κείνος που δεν μπορεί να την αναλύση.

Γιατί, αποκρίνεται, δυο μέρες πολεμήσατε και κεφάλι δεν είδα να σηκώσετε... Τότες θύμωσα κι εγώ και τούπα: Πες του, μωρέ, πως τα ρωμαίικα κεφάλια αξίζουν και δε πααίνουνε χαμένα μ' ένα δράμι μπαρούτι κι ένα βόλι. Να! που σας είπα για τον πόλεμο, μωρέ παιδιά.

Γκρέμησε αυτός πλήθος λουτρά, εκκλησιές, σπίτια και τειχίσματα. Υπόφεραν κι άλλα μέρη τότες, καθώς η Νικομήδεια κ' η Βηρυτότο «στολίδι» της Φοινίκης, καθώς τη λέγανε. Δεν περνούνε δυο χρόνια και την ξανασαλεύει την Πρωτεύουσα καινούριος σεισμός. Και σ' άλλον πάλε σεισμό, του 558, έπεσε ο μεγάλος θόλος της Αγιά Σοφιάς καθώς σε λίγο θα δούμε.

Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν