United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπαρμπα-Έφις, πρέπει να σας πω κάτι: προχθές το βράδυτο βράδυ μένω κλεισμένος μέσα στο καλύβι, επειδή φοβάμαι τα φαντάσματα, και πάντα ακούω τη γιαγιά μου να ξύνει την πόρταπροχθές το βράδυ λοιπόν, πόσο τρόμαξα! Ένιωσα κάτι μαλακό να κουνιέται στα πόδια μου. Φώναξα, μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, αλλά την αυγή είδα ότι ήταν ένας τραυματισμένος λαγός.

Έλα, έλα που σε προσμένω τόσον καιρό! Όσο είμαι γω δω μέσα μη φοβάσαι· θα ζήσετε πλούσια. Έτσι μου είπε η φωνή κ' έτρεξα να ιδώ το ριζικάρη. Γύρισα όλες τις κάμαρες, κύτταξα πίσω από τις πόρτες, κάτω και ψηλά· μα δεν είδα τίποτα. Το σπίτι ολάνοιχτο στον αέρα και το φως ψυχή δεν έδειχνε. Τότε τάχασα· τρόμαξα στ' αληθινά· έβαλα τις φωνές κ' έπεσα στο κρεββάτι.

Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μέφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεντικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κ έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζης. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου».

Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα.

Τρόμαξα μπροστά στη δοκιμή αυτή να ξυπνήσουμε στη ζωή τη νιότη, σα να φοβόμουνα πως αντίς τη νιότη θαπαντούσα κάποιον πόνο, που ήθελα να τον αποφύγω με κάθε τρόπο.

Τρόμαξα να σε προφθάσω! είπεν η ετέρα των γραιών — η μικρά και στρογγυλοπρόσωπος ως κορασίς Φουλίτσακατευθυνθείσα προς την βρύσιν και αρχίσασα εν τω άμα να πλύνη από των υδάτων της γούρνας τα κάθιδρον πρόσωπόν της. Η άλλη — η γρηά-Αχτίτσαρικνή και ξηρά, επνευστία ακόμη, ως εάν ακόμη εβάδιζε.

Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.

Μόλις δε είχον εισκομίσει τους σάκκους των φύλλων, προφυλάξασαι τον θησαυρόν αι γυναίκες εις ασφαλές μέρος, ίνα κατόπιν την νύκτα τακτοποιήσωσιν αυτόν, και ήρχισαν να ρίπτωσι με χαράν δροσερά φύλλα εις το καματερόν, το οποίον εθεώρουν και του χρυσίου πολυτιμότερον, και ιδού προσέρχεται η γειτόνισσα ασθμαίνουσα. — Αρί-σείς, ήρθατε! Εγώ πλειο τρόμαξατο δρόμο. Αι γυναίκες ουδέν εννόουν.

Βραδειάβραδειά γυρνάμε, Κι' απ' όξω από τα Γιάννινατον Πλάτανο περνάμε. Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο, Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι. Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει. Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!

Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.