United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε βασιλεύς ήτον πολλά εκστατικός διά την μεγάλην ευμορφάδα της θυγατρός του, και δεν ημπορούσε να ξεκολλήση από το να την χαίρεται· μα αυτή η χαρά του δυστυχούς ολίγον του εφτούρησεν επειδή και εις το αναμεταξύ που την εκύτταζεν, ιδού και εμβαίνει εις εκείνον τον χοντζερέ μία σκύλα άσπρη πολλά μεγάλη με το στόμα ανοικτόν, την οποίαν η Κεριστάνη βλέποντάς την έκραξε, λέγοντάς της· έπαρε τούτην την μικράν κόρην απ' έμπροσθέν μου· ότι δεν ημπορώ να την υποφέρω· και η σκύλα ευθύς επλησίασε, και παίρνοντας με τα δόντια την κόρην έφυγε με μεγάλην ορμήν.

Ποίαν να πάρω; και τας δυο; την μίαν; ή καμμίαν; Ούτε την μίαν να χαρώ 'μπορώ ούτε την άλλην, ενόσω ζουν κ' αι δύο των. Την χήραν εάν πάρω, η άλλη απ' την ζήλειαν της έξω φρενών θα γίνη. Αλλά μ' αυτήν δεν ημπορώ να κάμω τους σκοπούς μου ενόσω ζη ο άνδρας της· κι' ως που να γίνη η μάχη εκείνος μου χρειάζεται.

Πού και πού καμιά να βλαστοβολήση στην ψυχή του· μα με τούτο έχανε το είδος της· γινότανε του συρμού. Εκείνος δεν απελπιζότανε· είχε τις ελπίδες του στον καιρό και στην επιμονή του. — Θα ξαναζήσουν, έλεγε· θα ξαναζήσουν δε γένεται. Μια, δυο, τρεις το πολύ γενεές κ' έπειτα: Μήνιν άειδε Θεά... Οι Ευμορφόπουλοι θα ζηλεύουν τα παιδιά τους. Την ίδια επιμονή έδειχνε και στις αρχαιότητες.

Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ερώτησέ μας! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Λάλησε! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Απόκρισιν θα λάβης! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Την θέλεις την απόκρισιν απ' τα 'δικά μας χείλη, ή θέλεις ανωτέρους μας; ΜΑΚΒΕΘ Να τους ιδώ! Ας έλθουν! Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Να αίμα μέσα σκρόφας, όπου έφαγε και τα εννηά παιδιά της, μία γέννα της· να κ' εις την φλόγα 'ξύγγι, όπου έσταξε από φονηά κρεμάλα. ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Έλα, πρόκαμε!

Μένει ακόμα η Ρούσα· μα κ' εκείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρραβωνιασμένη. Θα μάσης κ' εκείνης τα λίγαπολλά της· κ' έπειτα να σκεφθής για λόγου σου. — Τα μάζεψα κ' εκείνης· τα μάζεψα και τα 'δωκα. Προψές στην Πόλη έλαβα γράμμα και μου 'λεγε πως έκαμαν το γάμο στις δεκαπέντε του Μαρτίου. Ήπιαν λέγει και στις χαρές μου. Τις δικές μου χαρές!...

Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. — Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. — Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρη ταφτί της·Λέλα, είσαι συ; — Ναι! γυρνά και μου λέει.

Σαν εσυγύρισε όλες τις δουλιές της, εκυβέρνησε και τα παιδάκια της απ' ό,τι φτωχικό είχε και δεν είχε, έκαμε το σταβρό της και έκυψε με τα παιδάκια της να κοιμηθή· να σηκωθή σύνταχα, να πα να πάρη και τον παπά, να κάνη τις &σαράντα& ταντρός της. Κατά το μεσονύχτι ακούει φοβερή ποδοχαλή στην αβλή της· ακούει γογγυτιά βαριά και κούφια αναστενάγματα. Ξυπνάει με τρομάρα.

Θυμούμαι τι μου είπεν η μακαρίτισσα, εσυλλογίζετο, από μέσα της· μου είπε, ότιτην δυστυχία άλλη παρηγοριά μεγαλειτέρα από την δουλειά δεν υπάρχει, και πάλιν αν ευτυχήση κανείς η δουλειά είνε η καλλιτέρα του συντροφιά .. πρώτα-πρώτα θα υφάνω της μητέρας μου ένα φόρεμα δια να μην κρυώνητο ποτάμι, όταν πηγαίνη... έπειτα, θα ενδύσω τα αδέλφια μου... έπειτα θα δώσω και ολίγες πήχες πανίτο μικρό παιδάκι της γειτόνισσας μας... αυτό έκαμνεν η γιαγιά μου, και αν γίνη ο εργαλειός δικός μου, πρέπει να κάμνω και εγώ, όπως έκαμνεν εκείνη.

Εκαθόντανε σε κούτσουρο βαλανιδιάς ο ένας κοντά στον άλλονε· κι αφού δοκίμασαν τη νοστιμάδα του φιλιού, αχόρταγοι ρουφούσανε τη γλύκα του. Έγιναν κι αγκαλιάσματα, που έκαναν τα στόματα να κολνούνε περισσότερο. Εκεί που αγκαλιάζονταν ο Δάφνης ετράβηξε πιο δυνατά τη Χλόη προς το μέρος του κι αυτή γέρνει λίγο στο ένα πλευρό της· μα γέρνει κ' εκείνος μαζί της, ακολουθώντας το φιλί.

Φανταστική, σκεπασμένη κάτω απ τα παράξενα λιβάνια, τυλιγμένη μες τα θολά κι αλλόκοτα θυμιάματα, που τόσο πλούσια εκαίγονταν στο βωμό της· έξαλλη, μεθυσμένη από των περιέργων θαμαστών της τον ακράτητο ενθουσιασμό, εχόρεβε τόρα η τουρκοπούλα στο πάλκο πάνω. Εχόρεβε χασάπικο. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε πολύχορδο το σαντούρι. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.