Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας, αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψεως του μνηστήρος, ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της·

Εσύ να λες κ' εγώ να μαθαίνω· δεν είν' έτσι; Πού είνε η μάννα μου; — Κοιμάται· δε μου φαίνεται καλά· είνε πολύ αδύνατη και κλαμένη. — Πώς να μην είνε; Έπειτ' απ' αυτά που είδε στα γεράματά της· να ξεσπιτωθή!... — Κ' εδώ σπίτι της δεν είνε; τον έκοψε η κόρη με παράπονο. Εσείς μπορεί να μη θέλετε, μα εγώ το θέλω· είνε μάννα μου και κάτι καλήτερα· είνε κυρά μου.

Η γυναίκα του, που ήτον παρούσα, έμεινεν εκστατική, και λέγει του ανδρός της· ειπέ μοι διατί γελάς τόσον διά να γελάσω και εγώ; Αυτός της απεκρίθη· φθάνει σου τόσον, το να με ακούης να γελώ. Εκείνη του είπεν· όχι, θέλω να μάθω και την αφορμήν.

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.

Η Ευανθία εμόρφασεν οργίλως, θυμωμένη κατά του ιδίου εαυτού της· αφήκε μικράν κραυγήν εκπλήξεως ως ν' ανεκάλυψεν αίφνης έν πράγμα, το οποίον ήτον εμπρός εις τα μάτια της, και όμως δεν το έβλεπεν έως τότε· και ταχεία, έλυσε την ιδίαν λευκήν ποδιάν της και την εφήπλωσεν επί του τραπεζίου.

Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους.

Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα.

Ραψωδία Ψ Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.

Αγάπη είναι κ' η τέχνη. Για να καταλάβης τους αθρώπους, πρέπει να τους αγαπήσης. Και πώς είναι δυνατό να μπης μέσα στην ψυχή τους, τα πάθη τους όλα να ξεδιαλίσης και να τα γράψης, αν πρώτα δεν τους αγαπήσης; Πρέπει ναγαπήσης και τη φύση, για να πης την ομορφιά της· αλλιώς δε νοιώθεις και τη φύση.