Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν πλέον άλλο είδεν.
Ας δούμε τώρα τι δρόμο πήρε η θρησκευτική του πολιτική. Και πρώτα, για τους Εθνικούς. Δεν είταν ακόμα ολότελα σβυσμένη η παλιά θρησκεία, μήτε στον έχτο αιώνα μήτε στον έβδομο, μα μήτ' αργότερα δε λείπουν σημάδια της· και τόσο βαστιούνταν ακόμα τώρα, που κάθε λίγο έβαζε και φιτίλια να ξετινάξη τη νέα θρησκεία.
Από τα φουρνιάτικα λοιπόν κατεσκεύαζεν ωραία αφράτα ψωμιά με το σησάμι, το Χρυσώ έκαμνε νόστιμα και επιτυχημένα γλυκύσματα, έψηναν καμμιά κόττα παχειά, εγέμιζον και μια μποτίλια μοσχάτο ευώδες και τα κουβαλούσεν η Μιλάχρω ύστερον από ολίγες ημέρες εις τον γαμβρόν της· και ο «σημαδιακός» εξεκάκιονε, και εκουβαλούσε πάλιν την κασσελίτσα και την τσεργίτσα του εις την οικίαν της αρραβωνιαστικής του, ήτις με τα δάκρυα τον υπεδέχετο τον άκαρδον αρραβωνιαστικόν της.
Το κατεφίλει παντού, επί του κοντακίου, επί της κάνης, επί του λύκου, επί των παφηλίων· το έσφιγγε σπασμωδικώς επί της καρδίας της· το εψηλάφει, απαλά απαλά, φοβουμένη μήπως πονέση, και του ωμίλει ενίοτε ως να ήτο έμψυχον. — Δε φιλείς και τον γιο σου, κυρά; είπεν εις αυτήν ο Μακρής. Η Μαλάμω εστάθη εις την φωνήν, ωσεί τότε εξυπνήσασα.
Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της· — ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας.
Όταν θυμάται αργότερα κανείς κάτι τέτοια, μπορεί να τα βάζη με τον εαυτό του και να θαρρή σαν έγκλημα κάποιες παρόμοιες παραμέλησες, θυμούμαι ακόμα πως είχα νοιώσει τότε τη διάθεση της· κι από κείνο, που ακολούθησε ύστερα, γνωρίζω τι δρόμο πήρανε τα όνειρά της.
Εξαιρέσει της μικράς και φθινούσης πολίχνης της Τιβεριάδος, και του χωρίου Μετζέλ των αρχαίων Μαγδάλων, δεν υπάρχει κατωκημένον μέρος εις τας πάλαι ανθούσας όχθας της· έν άθλιον και υπόσαθρον πλοιάριον αντικατέστησε τον πάλαι ποτέ στολίσκον. Και τούτο δεικνύει την φυγοπονίαν και αναλγησίαν των σημερινών κατοίκων, διότι τα οψάρια είνε ακόμη άφθονα εις την λίμνην.
Τότε έλαβα το σπαθί εις το χέρι μου, όχι με σκοπόν να θανατώσω μίαν τέτοιαν νέαν, αλλά διά να καταλάβω την γνώμην της· σας βεβαιώνω, ότι ήμουν ευχαριστημένος να αποθάνω εγώ χίλιες φορές, παρά αυτή μίαν, δι' αφορμήν ιδικήν μου· και όταν επλησίασα εις αυτήν με το νεύμα και τα κινήματα των ματιών με έκαμε να καταλάβω ότι αυτή είνε ευχαριστημένη να αποθάνη παρά να ιδή εμένα θανατωμένον· τότε έρριξα το σπαθί εις την γην και λέγω του Τελωνίου· μη γένοιτο να θανατώσω εγώ μίαν τέτοιαν άπταιστον και αθώαν, που ποτέ δεν την είδα· ιδού είμαι εις την εξουσίαν σου, θανάτωσέ με· αλλ' εγώ δεν γίνομαι άδικος φονεύς.
Επρόβαλε τόρα αγέρωχη, ναζού, γοργοκίνητη, θριαμβεφτική μες τα σούσουρο που ανακάτωσε, τζόγια μου, όλο το χωριό· με τα πλούσια μαλλιά της καλοχτενισμένα, ξαμολυτά στις πλάτες χυμένα· με το χρυσοκέντητο καλπάκι της, ίσα που να στέκεται απάνω στην κορφή της· με το πολυκέντιστο από πούλιες ολόχρυσες, τούρκικο μεϊτανογέλεκό της, και τα κοντοκομένα ως το γόνα πάνω φουστανάκια· επρόβαλε τόρα στο πλουσιοφωτισμένο το χαγιάτι απάνω, φανταστική τουρκοπούλα, χανούμισα ονειρεφτή, ζωγραφημένη ταιριαστά μέσα σε πλούσια φωτισμένη, ολόλαμπρην εικόνα.
Να έχη την αθώαν εκείνην ύπαρξιν πάντοτε πλησίον της· να αισθάνεται το μικρόν εκείνο ωοειδές προσωπάκι, το περιστεφόμενον υπό κόμης λεπτής και ξανθής, εφαπτόμενον των παρειών της, να βλέπη τα ροδαλά μικρά μικρά χείλη εκείνα προσκολλώμενα επί των φρισσόντων ιδικών της, αυτή μέλισσα, εκείνος άνθος, εκείνος μικρό μπουμπουκάκι ν' ατενίζη τους καστανούς εκείνους, τους πλήρεις παρθενικής αίγλης οφθαλμούς, να θλίβη το σώμα της εις την μικράν εκείνην αγκάλην την αγνήν, ως μυχός θυσιαστηρίου· να προστρίβηται, αυτή σπαρταρίζουσα, επί των απαλών εκείνου μελών κ' εν σπασμωδική συσφίγξει να λυγώνεται μετ' αυτού από ηδονήν και μέθην, είτε εις το βάθος μαλακής κλίνης, είτε εις γωνίαν σκοτεινού θαλάμου, είτε παρά την ρίζαν γηραιάς βαλανιδιάς, είτε επί των μοσχοβολούντων ανθέων του κήπου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν