Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς πέρναγε και λαφροπηδούσε από βάτο σε βάτο, από δέντρο σε δέντρο, σα δυσκολοθώρητο αγρίμι πούπρεπε να είνε μαθημένο το μάτι σου να το ξεχωρίσηΜπαμ! ο Σουλεημάνης, που τον παραμόνευε από δικό του κρυψώνα, ας είνε καλά η τετραπέρατη η Μαζώχτρα, που τονε μυρίστηκε από την ώρα που πρωτανέβηκε και τα πρόφταξε του αφέντη της· μια κουτρουβάλα λοιπόν, και κάτου ο Δημήτρης πρι να βραδιαστή κ' η δική του η τουφεκιά.

Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο 'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της.

Ευθύς η Κεριστάνη προστάζει δύο εξωτικούς διά να υπάγουν να της φέρουν τα παιδιά της· οι εξωτικοί δεν άργησαν να της τα φέρουν έμπροσθέν της. Ο βασιλεύς της Κίνας, με όλον που ήτον τόσον θλιμμένος διά τον χαμόν της τροφής, εδόθη εις μεγάλην χαράν εις το να ιδή τα δύο του παιδιά, που έφεγγαν ωσάν το φως, τα οποία, παίρνοντάς τα εις τας αγκάλες του με μεγάλην αγαλλίασιν, τα εφιλούσεν.

Κι αυτός αφού γίνηκε έξωφρενών, δεν κοτούσε να το ειπή στον πατέρα· κ' επειδή δε μπορούσε να το υποφέρη, σαν μπήκε στον κήπο, εθρηνολογούσε, λέγοντας: — Ω σκληρό βρέσιμο! πόσο καλύτερο μου ήτανε να βόσκω! πόσο πιο καλότυχος ήμουνα όντας δούλος! τότε έβλεπα τη Χλόη· μα τώρα ο Λάμπης, αφού μου την άρπαξε, φεύγει· κι άμα νυχτώση θα κοιμηθή μαζί της· κ' εγώ πίνω και διασκεδάζω και του κάκου ορκίστηκα στον Πάνα και στα γίδια και στις Νύμφες.

Η γυναίκα μου μού είπε, κύριε, πως ήσαστε πολύ έντιμος άνθρωπος και καθ' αυτό ένας από τους φίλους της· της ανέθεσα λοιπόν να σας μιλήση για μια διαθήκη που θέλω να κάνω. ΜΠΕΛΙΝΑ Αλλοίμονο! Είμαι εντελώς ανίκανη να μιλήσω για τέτοια πράγματα. ΜΠΟΝΦΟΥΑ Μου εξήγησε, κύριε, την πρόθεσί σας και τι σκέπτεσθε να κάνετε γι' αυτήν.

Από όλες αυτές τις σκέψεις της εκατάλαβε βαθειά, χωρίς και αυτή να το καταλάβη καλά, ότι η κρυφή της καρδιάς της επιθυμία ήτανε να τον κρατήση για τον εαυτόν της· και όμως έλεγε μέσα της ότι δεν μπορούσε, ότι δεν έπρεπε να τον κρατήση· η καθαρή της, ωραία ελαφριά και εύστοργη ψυχή της αισθανόταν την πίεση της μελαγχολίας, στην οποία η ελπίς της ευτυχίας ήτον αποκλεισμένη.

Δεν ημπορώ, ω κύριε μου, να σου διηγηθώ το κάλλος της και την νοστιμάδα της· ή η φύσις την είχε κάμει τόσον ωραίαν, διά να δείξη τα μεγαλεία της, ή η φλόγα του έρωτός μου την έκανε να μου φαίνεται έτσι πολλά εύμορφη· μα ως τόσον εγώ ενθυμούμαι πως έμεινα εκστατικός από την ευμορφάδα της.

Ο βεζύρης πατέρας της την κράζει μίαν ημέραν εις τον οντάν του και της λέγει· Θυγατέρα μου, έχω χρείαν μεγάλην από λόγου σου, διά την οποίαν θέλω να στολισθής και να καλλωπισθής καλύτερα, όσον ημπορέσης· και ύστερον να πας εις το σπήτι του Αμπτούλ, διά να τον κάμης με κάθε τρόπον να σου δείξη τον θησαυρόν του, πού τον έχει κρυμμένον· Η Μπάλχω ωσάν φρόνιμη, που ήτον, εναντιώθη πολλά εις την βδελυράν απόφασιν του πατρός της· μα αυτός ο βάρβαρος την εβίασε τόσον, που δεν ημπόρεσε να κάμη αλλέως παρά να του υπακούση εις την άνομόν του βουλήν και με δάκρυα εις τα μάτια επήγε και εστολίσθη, καλύτερον όσον ημπορούσε, εκεί που δεν είχε τόσην χρείαν από καλλωπισμόν, με το να ήταν πολλά ωραία.

Η Μαλάμω είδε τας ετοιμασίας αυτάς του υιού της κ' εμάντευσεν ευθύς μ' ένα της καρδίας κλονισμόν ότι ούτος θα επήγαινεν εις κάτι παράτολμον. Μ' ένα μόνον κλονισμόν, εκείνον τον επιφερόμενον αίφνης εις την μητρικήν καρδίαν πάσης γυναικός, έστω και Σουλιωτοπούλας, επί κινδύνω του παιδιού της· αλλ' όχι άλλον.