Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν εν εκστάσει.

Η ακατάπαυστος ακτινοβόλησις εκείνης της μεγαλοφυίας θερμαίνει την ευαίσθητον καρδίαν της, ανοίγει την ωραίαν διάνοιάν της, ανυψόνει την ζωηράν φαντασίαν της· η παρθενική ψυχή της γίνεται ζωντανόν χαριτωμένον αντιφέγγισμα ενός μεγάλου και προνομιούχου πνεύματος.

Ό,τι έγεινεν, έγεινεν ήδη. Έπρεπε να προφυλάξη το μέλλον, το οποίον ωρθούτο απειλητικόν ενώπιόν της· να κάμη τον εαυτόν της εγκρατή πλέον από πάσης ξένης επιρροής. Ανεγνώριζεν όμως την αδυναμίαν της· κατενόει ότι διά να γίνη τούτο δεν έπρεπε πλέον να συναντήση εις τον δρόμον της τον Μήτρον. Αλλά πάλιν δεν ηδύνατο αυτή να κλεισθή εντός του οικίσκου της, εις τα καφάσια, ως τούρκισσα.

Όταν υπανδρεύθη, έγεινε σκλάβα του συζύγου τηςκαι όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγεινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγεινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της. Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμη βαρεία λεχωσιά.

Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της· θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον. — Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος.

τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της· πηγαίνειτο Χαλέπι το καράβι του· κ' εγώ εκεί θα 'πάγωένα κόσκινο· θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά , να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ευχαριστώ. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.

Μα δε μας δείχνεται ονειροπλέκοντας απάνου στη χίμαιρα της τέχνης Συχνά πυκνά ακούμε πως κερδίζει από την τέχνη της· και σα να θέλη να μας πη πως πάντα κέρδος έχει ο δουλευτής, πως ο χαμένος είναι πάντα ο αργός κι ο χαύνος. Η Μαρία Μύρτου είναι από τους τόσο σπάνια ευτυχισμένους τεχνίτες που δε βρίσκονται σε πόλεμο με τον κόσμο για τη τέχνη τους.

Αλλά η βαθεία συγκίνησις, που της προξενούν τα περασμένα πάθη και η αδικίες, δεν αρκεί να σβύση την άλλη φρικτήν εντύπωση της τρικυμίας, ουδέ την ησυχάζουν τα λόγια του πατρός, εις τον οποίον εσυνήθισε ν' αναπαύεται πάντοτε η ψυχή της· &αυτός ο στοχασμός δεν αφίνει ανασασμό·& βέβαια, επειδή αυτή δεν δύναται να συμβιβάση με την άκρα ημερότητα και φιλανθρωπία του πατρός της τον εξολοθρευτικόν χαρακτήρα εκείνης της πράξεως, και με το θάρρος μιας αγγελικής ψυχής θέλει να τον βιάση να την δικαιολογήση.

Αυτή αγροικώντας πως αυτός ήλθεν εις το κρεββάτι, εσυγχίσθηκεν εις το να ιδή πως ευρίσκεται υπόχρεη να υποφέρη τα χάιδια ενός που του έκρυβε το πρόσωπόν της· και μάλιστα ηξεύροντας ότι διά τέτοιες τάξες δεν έπαιρναν άλλους, παρά ανθρώπους γέροντας ή κακορίζικους.

Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά και από θυμόν. Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε.