United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή. — Να πάρης τάλογο κ' ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την Κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσης αυτό το γράμμα, και να τους φέρης εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

Ρίχτηκε με τάλογό του μέσα στο σίφουνα κι άδραξε την αθανασία. — Δε διάβασα τέτοιο θάνατο πουθενά. — Δε διάβασες γιατί δεν έγινε. Ζη ο Βασιλιάς μας, ζη και μας προσμένει! φώναξε η κόρη με αστραφτερά μάτια σαν προφήτισσα. — Το πιστεύεις; — Το πιστεύω! βέβαια και το πιστεύω αφού στο λέω.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελλή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τάλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του τώπα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα πού ο τρόπος, και σαν πας, λέει, πού να πρωτογυρέψης!

Είναι ο Γκορνεβάλης, κι' αυτός ο άλλος θάναι ο ίδιος ο Τριστάνος·». Εσπηρούνισε τάλογό του κατά πάνω τους, φωνάζοντας «ΤριστάνεΑλλά οι δυο ιπποκόμοι είχαν κάμει κι' όλα μεταβολή κ' έφευγαν. Ο Μπλεχερή ρίχτηκε κατά πίσω τους, φωνάζοντας: «Τριστάνε! Στάσου! στην αντρεία σου σ' εξορκίζω». Οι ιπποκόμοι έφευγαν πάντα. «Στάσου, Τριστάνε!

Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.

Τούκοψε τον αέρα του όμως ο Ίλλος και στεριάς και πελάγου. Κ' έτσι ξαναμπήκε ο Θεοδορίχος στη Θράκη, κι από τη Θράκη στην Ελλάδα με τριάντα χιλιάδες δικούς του. Εκεί απέθανε, πέσαντας από τάλογό του απάνω σε στηλωμένο κοντάρι, και τονέ διαδέχτηκε ο γιος του ο Ρεσιχάτης, ακόμα πιο σκληρόκαρδος αυτός, και τόσο ανοικονόμητος που στα 483 έβαλε ο Ζήνωνας το Θοδορίχο και τονέ σκότωσε.

Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.

Εδώ βογγάει ο ποταμός σα στοιχιό και χτυπάει από 'να βράχο σ’ άλλονε τ' αφρισμένα νερά του. Λίγες λεύκες χιλιόχρονες στολίζουν τους όχτους του. Δεξιά και ζερβιά τα βουνά σηκώνονται μεσουρανής ορθά και κατάκρημνα, όλο στεφάνια και ζωνάρια σπαρμένα με αγριοπρίναρα. Ζερβιά μεριά στάθηκε ο Φώτος με τάλογο για να καρτερέση.