United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο, Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει! Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα. Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα; Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα. Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι. ΡΩΜΑΙΟΣ Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει· δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια, που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.

Με κλάυματα η Πεντάμορφη 'ςταίς θύραις κατεβαίνει: — Για εσέ, λεβέντη ωμορφοννιέ, λεβέντη καββαλάρη, Που μέσ' 'ς τα τόσα αίματα τόσα κορμιά έχεις θάψει, Και σήμερα μ' εγλύτωσες από σκλαβιά μεγάλη, Για εσένα ανοίγω σήμερα το κάστρο μου να ανέβης. Πες μου, τι θέλεις, τι καλό μεγάλο να σου κάμω.

Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα. Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως, κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη. Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη. ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου, θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν· κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου, ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου· τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα, ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.

Σιγά, σιγά, σιωπηλά 'Στό πλάγι μου σιμόνει, Με πιάνει με το χέρι του, Το 'σάν τη πέτρα κρύο. Σηκόνονται αι τρίχες μου, Τα πόδια μου τα δύο Τρέμουνε, και το αίμα μου 'Σταίς φλέβες μου παγόνει. Το κύτταξα, το κύτταξα 'Στό πρόσωπο, 'ς το σώμα, Και μια τρέμουλα φρικερή Με πιάνει, κ' ένας τρόμος, Γιατί, γιατί το γνώρισα Το φάντασμα, αλλ' όμως Ακόμα λόγο 'δίσταζα Να 'βγάλω 'πό το στόμα.

Βγαίνει 'ςτήν πόρτα να δεχθή τη νύφη ο γέρω-Φλώρος Και χύνει σίκλους στο κρασί, το ρύζι χούφταις χύνει. Τήνει φιλεί 'ςτά μάγουλα, τήνε φιλεί 'ςτά μάτια, Κι' εύχεται καλορροίζικα κ' εύχεται γεννητσούρια. 'Σταίς μαρμαρόστρωταις αυλαίς πεζεύει όλο το ψίκι. Όξω το στρώνουν 'ςτό χορό και μέσα στεφανώνουν.

Πήρες τα ιερά σ', παπά, τα χαρτιά σ' ούλα, τάχεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράμματα να σας κουβαλήσω, για νάμαστ' &α-σένιο&; — Από τώρα; είπεν ο παπά-Φραγκούλης. — Από τώρα! Τί λες; Να είμαστ' &α-πρόντο&, παπά, Εγώ σταις δύο θαρθώ να σας φωνάξω, κ' εσείς να είσατ' &α-λέστα&. Διάβασε, τι θα διαβάσης, παπά, κη σταις τρεις να μπαρκάρουμε.

Με 'λίγες μέραις ύστερα ταράχτηκεν η χώρα, Παγάνα πήραν τα χωριά τον βασιληά ανθρώποι Και δείχνουνε 'ςταίς λιγεραίς ποδιά γεμάτη αστέρια, Καιόποιας πιάση το κορμί, κι' όποια την 'πή δική της, Εκείνη θα την πάρουνε μαζή τους 'ςτό παλάτι. Πέρασαν-πέρασαν χωριά του βασιληά οι ανθρώποι, Δείχνοντας τη χρυσή ποδιά, κι' ούτε κ' ευρέθη κόρη Να της ταιριάζει 'ςτό κορμί και να την 'πή δική της.