Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


— Τ' είνε, κόρη μου; την ρώτησε η γερόντισσα ξαφνισμένη από το θρήνο της. Η Ελπίδα συνήρθε αμέσως και μάσησε τα λόγια της. Δεν ήθελε να ειπή το στοχασμό της και να την λυπήση περισσότερο. — Τα πόδια σου, Κυρά μου, τα πόδια σου είνε καταματωμένα! είπε μ' αναφυλλητό. Ποιος τόλπιζε τέτοιο κακό στου Μορφόπουλου τη γυναίκα! ποιος τόλπιζε!..

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..

Ο Αγαθούλης τάχε χάσει και δεν καταλάβαινε καθόλου πως ήτανε ήρωας. Ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωί αποφάσισε να πάει να περπατήση, βαδίζοντας ολόισα μπροστά του, και πιστεύοντας πως ήτανε προνόμιο του ανθρωπίνου γένους, καθώς και του ζωικού, να μεταχειρίζονται τα πόδια τους, όπως τους αρέσει.

Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ; Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Είχε κουράγιο να ξημερωθή στο νυχτέρι. Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξύλωνε. Ποτέ δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές. — Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετία. Φανήκανε τα καμπαναριά της. Σε λίγο θα φουντάρωμε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά! Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου.

Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του, κι' ώρια σαντάλια αμπόδεσε στα παχουλά του πόδια, και τη φλοκάτα στο κορμί θηλύκωσε, ποδήσα διπλή άλικη, και κατσαρά μαλλιά 'ταν φορτωμένη. Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο 135 με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία. Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο τον άξιο του Λαέρτη γιο, το θεϊκό Δυσσέα, με μια φωνή.

Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.

Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι αποκάτου ως είκοσι πόδια βάθος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν