Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τώρα θα έλθουν, σύντροφε· μερικοί απ' αυτούς δεν στέκουν καλά στα πόδια, ολίγος αέρας αν τους φυσήση, θα τους ρίξη κάτω. Β' ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ο Λέπιδος είναι κατακόκκινος. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Τον έκαμαν να πιή και το μερίδιον των άλλων.

Η Μαρία δε σήκωσε πια τα μάτια της να ιδή καμμιάν ομορφιά του κόσμου. Τώρα έβλεπε με τα μάτια του Πέτρου. Κ’ έβλεπε τις ομορφιές που κανένα μάτι δεν τις βλέπει.... Ήτανε οι δυο αγαπημένοι στον ανθισμένο κάμπο. Απάνω τους ήταν ο Ήλιος, γύρω τους η Άνοιξη και κάτω απ' τα πόδια τους η Θάλασσα.

Η βασιλοπούλα τρόμαξε κ' έκρυψε το κεφάλι της κάτω απ' τη φτερούγα ενός κύκνου. Μα μέσα στα μάτια της τα κλειστά έμεινε χαραγμένη η ζωγραφιά του παλικαριού, με τα μακρυά ξανθά μαλλιά και τα ολόχρυσα ρούχα. Το βασιλόπουλο, σαν είδε την ομορφιά της, θάμπωσαν τα μάτια του, και τα πόδια του καρφώθηκαν στο χώμα. Ακούμπησε απάνω σ' ένα δένδρο σαν λιγοθυμισμένο.

Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρωτα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις. Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;

Stevenson . Τόσον ετρόμαξε αναγνωρίζοντας στη δική του περιπέτεια τη φοβερή εκείνη και καλογραμμένη σκηνή, και το ότι έκανε τυχαίως αλλά πραγματικά ό,τι ο κ. Hyde του μύθου είχε κάνει σκόπιμα, ώστε τόβαλε στα πόδια όσο μπορούσε πιο γρήγορα.

Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• «Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις• τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150 και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, κάτωτα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, κ' εμπρόςτα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».

Μέρες και νύχτες περπατώ, ματώσανε τα πόδια μου από το δρόμο και ράγισε η καρδιά μου απ' τους αναστεναγμούς. Και τώρα που βρήκα την αγάπη μου, η αγάπη μου δε με θέλει. Και τώρα πού να πάγω να την εύρω; Το κυπαρίσσι του ξανείπε πάλι; — Βάλε σίδερο στα πόδια σου και πάρε το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Τράβα ολοένα κατά εκεί που βγαίνει ο ήλιος.

Ραψωδία Ψ Χαρά γεμάτη ανέβηκε 'ς τ' ανώγια τότε η γραία, να είπη της βασίλισσας ότ' ήλθε ο ποθητός της· και αν κ' εις τα γόνατ' είχε ορμή, τα πόδια της τρεκλίζαν.

Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προΦυλαχθή.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν