Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Εδώ γέροι κατατρύπιοι από σφαίρες, έβλεπαν να πεθαίνουν οι σφαγμένες γυναίκες τους, βαστώντας τα παιδιά τους στα ματωμένα τους βυζιά· εκεί κορίτσια ξεκοιλιασμένα, αφού ικανοποίησαν τις φυσικές ανάγκες μερικών ηρώων, ξεψυχούσαν· άλλοι μισοκαμμένοι φώναζαν να τους αποτελειώσουν σκοτώνοντάς τους. Μυαλά ήτανε σκορπισμένα απάνω στη γη πλάι σε κομμένα χέρια και πόδια.
Ο παράσιτος όμως νομίζει ότι όλα καλώς έχουν και πιστεύει ότι δεν ηδύναντο να είνε καλλίτερα ή όπως είνε• και χωρίς να ενοχλήται από τοιαύτας σκέψεις, τρώγει και κοιμάται ανάσκελα και ξαπλώνει πόδια και χέρια, όπως ο Οδυσσεύς όταν απέπλευσεν εκ της Σχερίας διά την πατρίδα του.
Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος, περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια! Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου, και δικηγόρος μάλιστα — έστω και άνευ πελατών. Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου. — Βαστάς 'ς τα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα.
Ηγάπησα περιπαθώς την προσφιλή Ρωσσίδα, κι' εκείνην ο ανίκητος την παραπήρε έρως, μου έκρυβε την πιο καλή του φαγητού μερίδα, κι' επέτρεπε 'στο μαγειριό να μπαίνω ελευθέρως. Πόσαις φοραίς μ' ενέπνευσε η άσπρη της ποδιά, όταν αυτή τα κάρβουνα εις τη φουβού εφύσα! κι' ενώ μου κατεφλόγιζε ο έρως την καρδιά, ερέθιζε τη μύτη μου του μαγειριού η κνίσσα.
Η μάνα προσηλωμένη στ' ανακάτωμα, ούτε που τόβλεπε το παιδί στην ποδιά της. Άξαφνα φωνές, κακό· Παναγιά μου! τρομάρα μου! Χριστούλη μου! ξεφωνητά, ανακατοσούρα. Τα χάσαμ' εμείς τα παιδιά. Τρόμαξε κι ο πατέρας, πήδησε από το κρεβάτι· έτρεξε στη φωτογωνιά λαφιασμένος, δίχως παντούφλες. Το μικρό ταδερφάκι, εκατάλαβες, ήθελε να δοκιμάση το μωρό γιατί τάχα η ψυχοπαίδα εβύθιζε τα χέρια στο τηγάνι.
Πώς το βαρβάτο σε παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμάει στον κάμπο πιλαλώντας — γιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμια — 265 περήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν αλόγα και στα λειβάδια βόσκουν· έτσι κι' εκείνος γόνατα και πόδια γοργοκούναε, κι' έκραζε ομπρός! άμα άκουσε τα θεϊκά τα λόγια. 270
Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.
Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.
Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.
Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγης;» μου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλι!» της είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν