Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Κι' ο κάμπος ξέχειλος στρατό χαλκολαμποκοπούσε 156 απ' άντρες κι' άλογα, κι' η γης κροκρότιζε απ' τα πόδια. Εκεί χοιμάει μες στων οχτρών τη μέση ο Αχιλέας 381 μ' αψές φωνές και με καρδιά αρματωμένη θάρρος.

Τρώγανε τα λυσσακά τους να χυμήξουν όξω απ' το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μώλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ' τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο.

Χωρίς να περιμένη κυνηγούς και λαγωνικά, ο Βασιλιάς Μάρκος βάρεσε τ' άλογο για το Τινταγκέλ. Ανέβηκε τα σκαλιά της αιθούσης, κ' η Βασίλισσα άκουσε τα βιαστικά βήματά του ν' αντηχούν στης πλάκες. Σηκώθηκε, πήγε να τον συναντήση, του πήρε τάρματα, τούλυσε το σπαθί καθώς συνήθιζε, και υποκλίθηκε ως τα πόδια του.

Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα να του ντροπιάζη το πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλαίβει με τα χέρια, με τα πόδια, με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο σώμα του αισθάνεται να φυτρώνουν τόσα μέσα αμύνης απροσμάχητα, που απορεί πώς δεν τα ήξευρε από πριν. Πιστεύει πως είνε ο Εκατόγχειρας.

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Είχε δε την γελοίαν μανίαν να αγοράζη τα ωραιότερα υποδήματα και να τα φορή πάντοτε καινουργή και ήτο η μεγαλειτέρα του φροντίς να έχη στολισμένα με ωραιότατα υποδήματα τα ξύλα, τα δήθεν πόδια.

Ιδέ τας όσας είν' εκεί, και άκουσέ τας όλας, και δόσε την προτίμησινεκείνην που τ' αξίζει·ταις άλλαις μέσα ταις πολλαίς κ' η κόρη μου θα ήναι, κι αν δεν αξίζη 'σαν αυταίς, ας μετρηθή μαζή των. Έλα μαζή μου. — Συ, μωρέ, τα πόδια σουτον ώμον, και την Βερώναν κύτταξε να πάρης δρόμον δρόμον.

Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.

Αλλ' ο αγαθός μας Βεστφαλιανός είχε πάρει ένα ωραίο σπαθί από τη γριά μαζί με το κοστούμι. Τραβάει το σπαθί του, αν και ήταν άνθρωπος μαλακός, και σου ξαπλώνει τον Ισραηλίτη ξερόν πάνω στις πλάκες, στα πόδια της ωραίας Κυνεγόνδης. — Παναγία Παρθένε! φώναξεν εκείνη, τι θα κάνομε τώρα; Ένας άνθρωπος σκοτωμένος σπίτι μου! Αν η δικαιοσύνη έρθη, ήμαστε χαμένοι.

Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν