Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»
Μολονότι είχε καταβάλη πολλάς προσπαθείας διά να μάθη, είχεν ακόμη τοιαύτην σκαιότητα και δυσκαμψίαν εις τας κινήσεις, ώστε ελέγετο ότι εχόρευεν «ως να εσάκκιαζεν άχερα». Του εφαίνετο δε ότι τα βλέμματα εστρέφοντο σκωπτικά προς τα πόδια του και τούτο έφερεν εις σύγχυσιν τα κάτω του άκρα, ως εάν η ποδαρούκλες είχαν ιδίαν αίσθησιν και φιλοτιμίαν.
Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά! Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες!
Όχι να πης και πολύ αψηλόκορμοι, σαν το τραγούδι σου· μα θαρρείς και τεχνίτης τόχυσε το κορμί τους — τέτοια συμμετρία. Πόδια και χέρια ψιλοκάμωτα και μικρουλά. Τα μάτια τους ζωηρά κι ολόξυπνα, που λες το καθένα τους κι απόνα ρωτηματικό. Όλα τα ρωτούν κι όλα να τα μάθουνε γυρεύουνε. Στόμα σύμμετρο κι αυτό και πρόσχαρο, μισό κοσμογνωρισιά, μισό γλύκα και καλωσύνη. Και μια γοργάδα!
Ήταν η κυρά Πανώρια κι ο γιος της ο Δημητράκης. Ήταν ιδρωμένος κ' είχε τα πόδια πληγωμένα. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν κ' η μάννα του. Η φορεσιά της ήταν καθαρή μα ξεσκλιάρικη. Τα παπούτσια της μισά και τρύπια. Αίμα έτρεχε από τα πόδια της κι από τα μάτια της δάκρυα. Εβάδιζε όμως ορθά και μεγαλόπρεπα δίπλα στο γιο της, σα να ήθελε να δείξη και στη συφορά της την αρχοντιά και την περηφάνεια της.
Από όλα τα κομμάτια άρεσε περισσότερο μια λιγυρή τετραφωνία σπίνων, που έκαμεν όλους να δακρύσουν, και το κωμικό τραγούδι της κίσσας, το τόσο πηδηκτούλικο και ζωηρά τονισμένο, που όλοι οι αυλικοί άρχισαν να σειούνται και να κινούν τα πόδια σαν να είχαν γεμίσει αι κάλτσες των μερμήγκια. — Χορέψατε τώρα, πουλιά μου, επρόσταξεν η Μηλιά.
Έτρεξα κεπήρα το πουλί και το περιεργαζόμουν· κιδιαίτερη χαρά μούκαμε ότι τα πόδια της ήσαν κόκκινα. Ο θρίαμβός μου έτσι γινότανε μεγαλείτερός με τη σκέψη ότι το πουλί που' σκότωσα ήτον έχταχτο πουλί. Έφτασα 'στο μιτάτο μας, κρατώντας θριαμβευτικά το θήραμά μου· κιόταν ο γέρο τυροκόμος που βρήκαμε 'κεί άκουσε πως σκότωσα την κολιακούδα στο φτερό κήτον η πρώτη μου τουφεκιά, έδειξε μεγάλο θαυμασμό.
Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν, πολλές 'γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ήρθαν βουκόλοι κ' ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Ω, σύζυγε μου, υιέ του Πριάμου, διατί να μην έχω το χέρι σου και το δόρυ σου να με βοηθήσουν! ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονον, με τι μαγικόν τραγούδι να σωθώ από τον θάνατον! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πέσε εις τα πόδια του δεσπότου σου, παιδί μου, και παρακάλεσέ τον. ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αγαπητέ μου, μη με παραδώσης εις τον θάνατον!
Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν