Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνα 'ς το βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μες 'ς τη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.
« Ήλθε καιρός να πάρωμε «'Σ την πλάτη το τουφέκι, » Και γιαταγάνι 'ς το πλευρό, » Πιστόλια 'ς το σελιάχι, » Και 'ςτά ποδάρια μας φτερά... » Πού ξέρουμε τι θάχη » Η μαύρη μοίρα μας γραφτά, » Ποιος 'ξέρει πού μας πλέκει.»
Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτη 'Σ την πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φορά.» Κι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,
Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε….» Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!
Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε. 145 Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχους.» Είπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει 148 στην πλάτη ασπίδα πλουμιστή και πάει τους ξανασμίγει.
Είναι φανερόν ότι δυνάμεθα να διαιρέσωμεν την μετρικήν, καθώς είπαμεν, χωρίζοντες αυτήν εις δύο συμφώνως με αυτό, και να θεωρήσωμεν ως έν μέρος αυτής όλας τας τέχνας, όσαι μετρούν τους αριθμούς και τα μήκη και τα βάθη και τα πλάτη και τας ταχύτητας εν σχέσει προς το αντίθετον.
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. 205 Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. 210 Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.
Μια πάνω στην άλλη έστελναν για το Βλαχογιώργο στα υπουργεία τις αναφορές, και καθετόσο εξέσπαγαν στου άμοιρου Νυχόπουλου την πλάτη, του δάσκαλου στο Έξη που έγραφε τις αναφορές. Ο Βλαχογιώργος πάντα έμενε στου κάστρου τη φρουρά, μπόγιας και τύραννός τους σκληρός και φοβερώτατος.
Ακόμα ήταν οι φωνές της σάλπιγγας που κάθε μια ήξερε μόνη της να πει εκατό παραγγέλματα· και ήταν οι κρωγμοί των γλάρων που φαίνονταν εφοδιασμένοι με τη φωνή των κοράκων· κι' ήτανε τα ίδια πάντοτε στον ήχο βήματα του σκοπού ναύτη με το χτύπο του σπαθιού στο παντελόνι· και ήταν το αγκομαχητό του μπαλτά του μάγειρα που χώριζε τη μεγάλη πλάτη από το βωδινό κρέας· και ήτανε τα λόγια του αγγελιοφόρου τυλιγμένα σε ευγενικότητα όχι τόσο ναυτική: «Ο κύριος Κυβερνήτης επιθυμεί να ίδη τον κύριον ύπαρχον.» Ή: «Να ετοιμασθή η ατμάκατος διά τον υπασπιστήν του Κυρίου Ναυάρχου. »
Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτός — ξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκι — με τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν