Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ; Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία!
12 Μαΐου. Δεν ξέρω αν πνεύματα απατηλά πετούν γύρω εις αυτήν εδώ την χώραν ή αν η θερμή της καρδίας μου ουρανική φαντασία παρουσιάζη το παν γύρω μου τόσον παραδείσιον.
Πραγματικώς, Σωκράτη μου, ίσως ουχί ορθώς παρεδέχθημεν τα πουλιά μόνον ως επιστήμας, ενώ έπρεπε να δεχθώμεν και ως ανεπιστημοσύνας και να πετούν εναλλάξ μέσα εις την ψυχήν μας. Και όστις κυνηγά, ότι άλλοτε συλλαμβάνει επιστήμην και άλλοτε ανεπιστημοσύνην διά το ίδιον πράγμα, και διά τούτο κάμνει ψευδή κρίσιν με την ανεπιστημοσύνην, και αληθινήν με την επιστήμην. Σωκράτης.
Και ξεκινάει να πάει, κι' ομπρός η Ίριδα οδηγούσε, 95 γοργή θεά ανεμόποδη· και δίπλα, να περάσουν. το λάλο παραμέριζε κι' αφροντυμένο κύμα. Και στην ξηρά άμα ανέβηκαν, πετούν ως στα ουράνια.
Εκ τούτων η μωρία ζη κάτω μεταξύ των ανθρώπων, όπως και το μίσος, η οργή, η ζηλοτυπία, η αμάθεια, η στενοχωρία και η φιλαργυρία• αι δε ελπίδες και ο φόβος πετούν υπεράνω, και ο μεν επιπίπτει και τους συνταράσσει και τους κάμνει να μαζεύωνται και να τρέμουν, αι δ' ελπίδες πετούν πάνω από τας κεφαλάς των και φεύγουν και απομακρύνονται, οσάκις νομίση τις ότι δύναται να τας συλλάβη και τους αφήνουν με το στόμα ανοικτόν• δηλαδή παθαίνουν ό,τι βλέπεις τον Τάνταλον να πάσχη κάτω εις τον Άδην με το νερόν.
Και επέταξαν υψηλά υψηλά! Το δε άσχημον παπί ησθάνετο κάτι παράδοξον αίσθημα ενώ τους έβλεπε να πετούν. Εστρεφογύριζεν εις το νερόν ωσάν τροχός, ετέντωνε τον λαιμόν του διά να βλέπη τους κύκνους, και έξαφνα επέταξε μίαν τόσον μεγάλην και περίεργην φωνήν, ώστε ετρόμαξε το ίδιον.
Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώση. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξη όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν. — Ως τόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα. Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης.
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
Βλέπω πώς γύρω οι ράχες, τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος ήσυχα απλωμένα, στου δειλινού το αεράκι δροσισμένα την όμορφη ώρα χαίρονται τερπνά. Πώς το ποτάμι σιγαλά κυλώντας με τις ακτίνες παίζει τις στερνές, πώς τα πουλιά πετούν, οι θεριστές το χλωρό χόρτο κόβουν τραγουδώντας.
Δεν εννοώ, φίλε μου, τι δύνανται να ωφελήσουν αυτά τους ευρισκομένους εις τον Άδην. ΕΡΜ. Πιστεύουν ότι αι ψυχαί έρχονται από τον κάτω κόσμον και πετούν γύρω εις τας πυράς διά να δειπνούν με την κνίσαν και τον καπνόν, πίνουν δε από τους λάκκους το μελίκρατον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν