Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Έπειτα πια σα χόρτασαν καλά με φαγοπότι, άρχισε ο γερο Νέστορας να δασκαλέβει πρώτος, π' απ' όλους πιο καλή και πριν τούβγαινε πάντα η γνώμη. 325 Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Τ' Ατρέα γιε κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, πολλοί μαθές πυκνόμαλλοι πέσανε Αργίτες τώρα, π' αφτού που τρέχει ο Σκάμαντρος και τ' όμορφό του ρέμα μ' αίμα τους μάβρο πότισε ο λυσσασμένος Άρης τους κάμπους γύρω, κι' οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδη. 330 Για αφτό 'ναι ανάγκη σύνταχα να πάψεις τους πολέμους, και πάμε εμείς και τους νεκρούς με βόδια και μουλάρια φέρνουμε και τους καίμε εδώκαι στη φωτιά τριγύρω 333 μνημούρι ένα αξεχώριστο τους χτίζουμεγυρνώντας 336 ξανά απ' τον κάμπο· και κοντά αψηλοπύργια αμέσως ας χτίσουμε, διαφέντεμα δικό μας και των πλοίων.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν είμαι πια μαζί σας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι κάνεις; Μας αφήνεις; ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ναι. Χαίρετε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονό μου! εχάθηκα ο άμοιρος. ΧΟΡΟΣ Πάει. Δεν υπάρχει πλέον. Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου. ΕΥΜΗΛΟΣ Αλλοίμονό μου! Επέθανε η μάννα μας, πατέρα, και με αφήνει ορφανό• τα μάτια της κλεισθήκαν και πέσανε τα χέρια της.

Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!

Από τα μάτια μου πέσανε βαρειές στάλες χαράς κ' ενώ έξω στην τραχειά τις στρωνότανε το απριλιάτικο χιόνι, αιστάνθηκα πως άρχισε να μου ξεπαγώνη η καρδιά. Η γυναίκα μου σηκώθηκε από το κρεβάτι, είτανε μαζί μας πάντα και δεν είχε άλλο στοχασμό παρά πώς να μας κάνη ευτυχισμένους και να νοιώθη πως χαιρόμαστε που ξαναήρθε στη ζωή.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Όλα εκείνα τα δυστυχήματα μπορούσανε βέβαια να γίνουν και σ' ενός αγγέλου βασιλεία. Κ' είταν αδύνατο να ταποφύγη ο Ιουστινιανός, όσο αδύνατο του είτανε ναποφύγη και τους θανάτους που πέσανε στο Παλάτι τον καιρό που βασίλευε, καθώς π. χ. ο θάνατος του συβουλάτορά του Τριβωνιανού, του Γερμανού του ανιψιού του, και πριν ακόμα, στα 548, της περίφημης Θεοδώρας του.

Έτσι είπε κι' απ' τη σάρκα του κι' αφαλωτή του ασπίδα όξω του Σώκου ξέσερνε το δυνατό κοντάρι, που, μόλις βγήκε, πήδησε το αίμας, και πονούσε. Κι' οι Τρώες οι λιοντόκαρδοι σαν τούδανε το αίμας, λόχος το λόχο κράζοντας του πέσανε όλοι απάνου, 460 μα εκείνος πίσω κώλωνε και χούγιαζε στους φίλους.

Να σου και περνούσε κι' ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζης με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σουΜου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κυττάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπής του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν.

Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!

Τινάχτηκε πάλι και άπλωσε τα χέρια του σα γάντζους. Και μονομιάς έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του Βαγγέλη και τα χέρια του πέσανε ξερά απάνω στο στρώμα... — Συχωρέθηκε! είπε ο Βαγγέλης, κ' έβαλε τα δάχτυλα να του κλείση τα μάτια. Η Ασημίνα έμπηξε λεύτερα τώρα τα ξεφωνητά... — Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν