United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα σανίδια λείπουν απ' έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι' ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι νάν' αυτό; Μπαίνουν τάχα και στης εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; Απ' όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις «Χριστός Ανέστη». — Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν η Μαλαμμώ. Κι' ακόμα τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο.

Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.

Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών.

Οι θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου. Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . .

Έφεγγαν τακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματά τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης. Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έρριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφίνει το στερνό του ανασασμό.

Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν ήτο καθόλου εν τάξειαλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί εσένα να σε κρατάνετο στήθος και να πηγαίνης μέσατην άμαξα. Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα

Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατείτο σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιοςτο έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Και λέγεις ότι θάνατος δεν είν' η εξορία; Δος μου φαρμάκι δυνατόν, ή κοπτερόν μαχαίρι, ό,τι κι’ αν ήναι που ευθύς τον θάνατον να φέρνη, κι όχι τον θάνατον αυτόν, που λέγεις εξορίαν! Ω! εξορίαν! Κάτω 'κεί, καλόγηρε, 'ς τον άδην οι κολασμένοι, 'ς την φωτιάν, αυτήν την λέξιν λέγουν κι ακούονται ουρλιάσματα εκεί που την προφέρουν!

Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα φοβερώτατα.