Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε εύκολα. — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν κι' αυτός μικρός.
Προσευχόταν, ήρεμος, μισανοίγοντας κάθε τόσο τα μάτια για να δει τους συντρόφους του που κοιμόνταν κάτω από μια βελανιδιά. Ήταν νύχτα ακόμη αλλά αχνόφεγγε το φως στην Ανατολή ανάμεσα στα βουνά που άνοιγαν προς τη θάλασσα: εκεί ξυπνούσε η αυγή.
Και σιγά σιγά η θύμηση αυτή ξυπνούσε μέσα τους και γινόταν γλυκύτατη ελπίδα και φαντασία ζωηρή. Αυτή η ελπίδα κ' η φαντασία τους σήκωσε στο πόδι στα 1821. Να ορμήσουν κατεπάνω στον Τούρκο και να του ξαναπάρουν την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, και να τον διώξουν τον άπιστο από την Ανατολή ολότελα. Καθώς βλέπετε, είχε, και κάτι τι χριστιανικό και σταυροφορικό η ορμή αυτή.
Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.
Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.
Ένας περασμένος κόσμος ξυπνούσε μέσα του, και είδε τον εαυτό του κάμποσα χρόνια μικρότερο, να χορεύει στ' αλώνι του χωριού του. Τι έλεγε το όργανο; Ήχους γνωστούς, ήχους σκόρπιους στη συνείδησή του, τώρα πάλι μαζεμένους. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα στη φυσαρμόνικα και στον παίχτη. Ταξείδευε μαζί του σ' άλλους κόσμους.
Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
Κοιμόμουνα ντυμένος στο κρεβάτι κοντά στην Έλσα, που δε θα ξυπνούσε ποτέ πια, και καθόμουνα κι αγρυπνούσα μόνος για να ησυχάζη η νοσοκόμα και για να μπορώ να κρατήσω την ανάμνηση από τις λίγες ώρες, που δεν είτανε κανένας άλλος από τους δυο μας μέσα στην κάμαρα του θανάτου.
Την εσπέραν βάζω στο νου μου ν' απολαύσω την ανατολήν του ηλίου, και δεν σηκώνομαι από την κλίνην· την ημέραν ελπίζω να χαρώ την λάμψιν της σελήνης, και μένω εις το δωμάτιόν μου. Δεν ηξεύρω καλά διατί σηκώνομαι, διατί πηγαίνω να κοιμηθώ. Το προζύμι, που έδινε την ορμή στην ζωή μου, λείπει· το θέλγητρον, που με κρατούσε έξυπνο βαθειές νύκτες, πάει· εκείνο που το πρωί με ξυπνούσε χάθηκε πια.
Η Παναγία την κύτταξε μ' ένα γλυκό χαμόγελο απ' το ψηλό εικονοστάσι, σαν να συμπονούσε τη συφορά της. Μέρα με τη μέρα η Δροσούλα περίμενε τον θάνατο και κάθε βράδυ, κλείνοντας τα μάτια της, είχε την ελπίδα πως δεν θα τα ξανανοίξη πια. Και κάθε πρωί που ο ήλιος την ξυπνούσε, βαρυγκομούσε μέσα της κ' έλεγε: «Αλλοίμονο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν