United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Καμμία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, της πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον εύρη την χαράν των, και, καθώς εβεβαίωσεν είς χωρικός όστις έλεγεν ότι ειξεύρει απ' αυτά, βεβαίως «εκοιμώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή εκτάκτως οξεία, ήτο ίση με τον ήχον δέκα συριγγών, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη.

Εφώναξε και πάλιν, αλλά απόκρισιν δεν έλαβε, και επί τέλους τον επήρεν ο θυμός, και πετά το ποτήρι εις την κεφαλήν της γραίας, η οποία έπεσεν αμέσως ανάσκελα, μουσκεμένην από το νερόν. — Μωρέ! εφώναξεν ο μικρός Κλώσος από την θύραν του ξενοδοχείου. Μου εσκότωσες την νόναν μου. Και αρπάζει τον ξενοδόχον απο τον λαιμόν. — Ιδέ, της ετρύπησες το μέτωπον.

Άκουσε ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μια βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν «Φόνισσα! . . . Φόνισσα! . . . »

Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!

Έπειτα διηυθύνθη τρέχων προς τον ανεγειρόμενον ναόν και καταβάς εις το όρυγμα των θεμελίων εις το μέρος όπου θα ήτο η πηγή του μαντείου, εισήλθεν εις το νερόν ψάλλων ύμνους του Ασκληπιού και του Απόλλωνος και εκάλει τον θεόν να ευδοκήση να έλθη εις την πόλιν.

Υπήρχον εκεί δύο ή τρεις νερόμυλοι, μάλλον παλαιοί και άχρηστοι, εκ των οποίων ο είς μόνον εδούλευε, και τούτο σπανίως. Όλα εδείκνυον την ερημίαν, δεν εφαίνετο ίχνος ανθρώπου εκεί. Η Φραγκογιαννού, από περισσήν προφύλαξιν, δεν ηθέλησε να πλησιάση. Απέφυγε το μέρος εκείνο, εβάδισεν όπισθεν λόχμης, κ' έφθασεν εις γούρναν βαθείαν, με διαυγές νερόν, γνωστήν εις ολίγους. Ήτο μέρος κρυφόν και απάτητον.

Ούτος δε, αφ' ού πέση μέσα εις αυτήν την λίμνην και λάβη μέσα εις το νερόν της φοβεράς δυνάμεις, χύνεται τότε εις την γην και προχωρεί περιτυλισσόμενος κυκλοτερώς κατά διεύθυνσιν εναντίαν του Πυριφλεγέθοντος, και από το εναντίον μέρος ερχόμενος τον απαντά μέσα εις την λίμνην Αχερουσιάδα· και ούτε τούτου το νερόν ανακατεύεται με κανέν άλλο, αλλά και αυτός, αφ' ού περιτριγυρίση κυκλοτερώς, χύνεται μέσα εις τον Τάρταρον από το απέναντι μέρος του Πυριφλεγέθοντος.

τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα, μ' εκράτησαν, ότιαυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις• κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν. κ' είναι νησίτην θάλασσα την πολυκυματούσα, εκείτον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355 και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι, αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση• λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια βγάζουντην θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν. κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360 άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία ξεπροβοδούντα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης. και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν, αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει, κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365 η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος. αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος• ότι εγυρίζαντο νησί και αλίευαν εκείνοι, με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν. και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370

Κ' εις τον Άι-Γιάννην τον &Μυρωδίτην&, όπου τα τελευταία αηδόνια εκαλούσαν εις διαδοχήν τα κοσσύφια ανά το ..... .................................. από το ύψος των................... έως τον γιαλόν.... .........................., και το κελαρύζον νερόν του βαθέος, ανερχομένου Διακαλιού ανέβλυζεν από την ρίζαν της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των &φυλλομανούντων& κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων.