United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφθασεν ασθμαίνων υπό την οικίαν του πλοιάρχου της σκούνας, και σταθείς υπό τον εξώστην, όπου έβλεπε την θύραν ανοικτήν, και άφθονα φώτα εις τον θάλαμον, ήρχισε να φωνάζη με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του·Μπάρμπα! πήρανε τ' βάρκα! Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμην να εισέλθη εις το καφενείον πριν, όπως δώση την είδησιν εις τον κυρ-Μοναχάκην.

Η Μαλαμμώ του μπάρμπα Δημητρού, συμβία του Γιώργη του Πολύζου, ήτο απαράμιλλος εις την θρησκευτικήν ευλάβειαν. Άλλη δεν ήτον ως αυτή να τρέχη διαρκώς σ' όλα τα ξωκκλήσια, να τ' ασβεστώνη, να τα καλλωπίζη. ν' ανάφτη τα κανδήλια, πότε με λάδι δικό της, πότε εκ μέρους άλλων γυναικών ευποροτέρων της.

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.

Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα.

Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Μα αισθάνονται μεγαλείτερη όρεξι παρά την απορία. Κάθονται, τρώγουν και παραχορταίνουν. Βλέπουν και το κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερη έχουν δίψα παρά έκπληξι. Ρίχνονται και ρουφούν πάσχουν να ξεδιψάσουν. — Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα και δεν ξέρουμε το τι μας βρίσκει· λέγει μία στιγμή ο ανεψιός φρόνημα στον θείο του.

Ο κοντόχοντρος βοηθός του Μπάρμπα Μάρκου του μάγειρα που στις έξη μήνες μόλις μια φορά άφινε το καράβι, και γι' αυτό ο Ρένας το νόμιζε ανέκαθε πολύ φτωχό και φορτωμένο με οικογενειακά βάρη, του αποκάλυψε σε μια ομιλία, τραβηγμένη μ' έξυπνο τρόπο, ότι ήτανε πλούσιος. Είχε κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές· όλες καμωμένες από το ναυτικό. Τον ρώτησε: — Πόσο χρόνων είσαι; — Σαράντα πέντε.

Διά τούτο ο Κομποδήμος συνεννοηθείς και μετά πέντε άλλων ναυτικών, συμπαθών ανθρώπων, προθύμων πάντοτε εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις, απήλθε προς αναζήτησιν του Μπάρμπα-Σταύρου, αφού προηγουμένως ανήγγειλε τούτο εις την Κρατήραν, απλώς ότι πηγαίνουν να ίδουν, χωρίς να προσθέση την φοβεράν είδησιν της πτώσεως· αν και ο ποιμήν γνωρίζων την δεξιότητα και αντοχήν του Μπάρμπα- Σταύρου, επίστευεν ότι δεν θα έπαθε τίποτε, αν έπεσεν.

Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη;... Μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι... Κ' έπειτα, αν έρθη κανένας απ' τους ξωμερίταις φίλος μου... — Θα τον παρακαλέσω να με πάη ολίγο παραπάνω, είπεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι αλλά... — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.