Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Τέλος, αφού περιέφερε βλέμμα εις τους τεσσάρας φράκτας και εις τας τέσσαρας γωνίας του κήπου, εστράφη προς το μαγγανοπήγαδον, έβγαλεν από την εσωτερικήν τσέπην του επενδύτου μικρόν φάκελλον και τον ενεχείρισεν εις τον μπαρμπα -Γιώργην τον Απίκραντον. Ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος έλαβε τον μικρόν φάκελλον και στραφείς προς τους δύο συντρόφους του, ήρχισε να διερευνά το περιεχόμενον.
Και ο Μπάρμπα Δήμας μη έχων να πληρώση τα χρέη του, διότι εχρεώθη κρυφά από την γυναίκα του, ίνα πλειοδοτήση κατά την δημοπρασίαν, μετά τινα έτη, αυξηθέντος του χρέους, απελπισθείς ότι θα ηδύνατο πλέον να το εξοφλήση, ηναγκάσθη να παραχωρήση εις τον δανειστήν μέρος από τα δύο μοναστηριακά του, αν και μετά μεγάλης λύπης.
Το κόττερο του καπετάν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπετάν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα.
— Πετάξου κι' ως τες μάντρες Μη γέννησεν άλλη καμμιά. — Ο γέροντας ο ίδιος. — Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά. — Καλώς τον Μπαρμπατόλιο. Βρέχει όξω, Μπάρμπα; — Μοναχά; Για ιδές 'ς την κάπα χιόνια. Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου. Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι, Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι! Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή.
— Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.
— Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.
— Ημείς ίσα ίσα, είπε λαβών τον λόγον ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου, ζητούμε τα γρόσια, αν θέλης να ξέρης, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, για να ελευθερώσουμε τον κόσμο απ' αυτούς τους αιματοφάγους που λες. — Κι' αν θέλη ο Θεός, δεν τους ελευθερώνει; Είνε η αμαρτίες, παιδί μου, που τους σκλαβώνουνε. Ο Γιάννης έγεινε σύννους.
Αυτός ήτο ο πρώτος όστις διήρχετο προ της οικίας του Μπάρμπα- Σταύρου σχηματίζων επί της ηπλωμένης χιόνος μετά κόπου τα πρώτα ίχνη του ντορού , άτινα κατόπιν του έχαινον βαθέα, ως χωθέντα και απομείναντα εκεί κενά υποδήματος.
Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο δεύτερος ανεψιός του, τον προσέλαβεν ως τακτικόν συμπλωτήρα άμα και νηοφύλακα. Προς τι να υποχρεώνεσαι, του είπε, «μπάρμπα», να κοιμάσαι στο ξένο κατώγι, αφού «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιμάσαι μέσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει μεγάλη ζέστη, ζέφκι και καλοπερασιά.
— Καλώς τον κολλήγα! είπεν ο Μπάρμπα Σταύρος, παρατηρών πονηρώς το σακκίδιον, το οποίον ήρχισε να κινήται εδώ κ' εκεί, δεμένον ως ήτο, εν ώ οι δύο γηραιοί και ευτραφείς κοκκινόλευκοι γάτοι, οσφρανθέντες το εντός κεκλεισμένον ζωντανόν, περιειργάζσντο αυτό κατσουλόνοντες τ' αυτιά των και κυρτούντες γραφικώς την ράχιν των και συνάμα μιαουρίζοντες εξ ευχαριστήσεως, ως να εκομίσθη δι' αυτούς το δώρον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν