Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Και πάραυτα εσφύριξε το υπόλοιπον του ρωμίου, το οποίον τόσην ώραν είχε πληρώσει ευωδίας την ρίνα του, έλαβε τον Μπάρμπα Σταύρον υπό την μασχάλην του και υπό την κάπαν ως τράγον ξεπαγιασμένον, και επανήρχετο εις το χωρίον, ακολουθούντων εν χαρά και των λοιπών ναυτικών, είς των οποίων έλαβεν εις χείρας και τα βαρέα υποδήματα του Μπάρμπα Σταύρου, άτινα εθεώρησαν βαρύ διά τον ποιμένα να θέσωσι πάλιν εις τους πόδας του γέροντος.
Ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος διεμαρτύρετο από της θύρας κ' έστελλεν απειλητικά βλέμματα προς τον Απίκον. Ο κυρ-Ανδρέας του απήντα διά περιφρονητικού μειδιάματος. — Τώρα; είπεν ο Μπάρμπα Γιώργης ο Απίκραντος.
Πες του, Μπάρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμερα — ημέρα που είνε — έχω 'ς το εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπάρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα. — Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!
— Νά, ο μπάρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπάρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη. Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του.
Ανακινεί τα χείλη του ηδυπαθώς ο μπάρμπα- Σταύρος πιπιλίζων την κεχριμπαρένιαν άκραν του τσιμπουκίου του, βλέπει ευφροσύνως τον καπνόν αναθρώσκοντα κυκλοειδώς και διαλυόμενον εις την οροφήν του οίκου, και ενίοτε θωπεύει μαλακά- μαλακά τους στακτερούς του μύστακας.
Και ενώ ο μπάρμπα Σταυρής έκλειε την αυλόπορταν σταθείς είπε: — Καλό είνε παιδί μου, το καθησιό, μα το ξάπλωμα είνε ακόμα καλλίτερο! — Δεν θα σ' ενοχλώ πλεια, Αρφανούλα μου, είπε με χαράν μίαν εσπέραν μετά ταύτα ο Σπύρος προς την αδελφήν του.
&1834, Αλωνάρη 27&. Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι. &1840, Μάης μήνας& γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου. &1841, Απρίλη πρώτη&. Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.
Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.
— Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.
— Εγώ την ξέρω με το νι και με το σι, είπεν ο Γιώργης, από τον μπάρμπα μου το γέρω Ζέπω· σου τήνε λέω άλλη φορά. Κι' εμπήκε στο μαγαζί του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν