United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης, 135 μον τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος, και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου, και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια «Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα 140 των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει, που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε!

Άρχισε τότε πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ήρθες, θεά, στον Έλυμπο, κιας έχεις τόση λύπη π' αξέχαστος σου καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω... 105 μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σούστειλα λόγο νάρθεις.

Τότ' άξαφνα πήγε στ' αφτιά του ο ήχος, κι' απ' την καλύβα βγαίνει εφτύς και τους μιλάει διο λόγια 140 «Τί, ορέ, έτσι μέσα στο στρατό γυρνάτε, ομπρός στα πλοία, με τα βαθιά μεσάνυχτα; πια ανάγκη σφίγγει τόσο

Και με χαρά τα ξέταζε στα χέρια· και σαν τάδε και χόρτασε πια του θεού τα ζηλεμένα δώρα, εφτύς γυρνάει της μάννας του και της μιλάει διο λόγια 29 «Μάννα, ο θεός μού χάρισε σαν όπλα που τεριάζει νάναι η δουλιά απ' αθάνατο, κι' όχι απ' αθρώπου, χέρι. Και θαν ταν βάλω τώρα εγώ.

Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή. Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης

Κι' η Ήρα τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου, κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει «Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι; 540 Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου νάρθεις μονάχος να μου πεις μια λέξη απ' τις δουλιές σου

Δε σας ζητώ ψωμί∙ εδώ είναι κάτι παραπάνω από το ψωμί: είναι η σωτηρία μιας γυναίκας. Και το παλικάρι θα σας ακούσει, επειδή είναι καλό και λέει: δεν με στενοχωρεί τίποτε άλλο παρά μόνο η θεία Νοέμι που υποφέρει για μένα…. Λοιπόν, θα σας το πω: εκείνος μιλάει πάντα για την αφεντιά σας, και σας αγαπά. Η Γκριζέντα έφτασε στο σημείο να σας ζηλεύει

Ήταν η τιμωρία του Θεού που βάραινε επάνω του. Τότε άρχισε αργά αργά να μιλάει , πιάνοντας τον ποδόγυρο της φούστας της Νοέμι και δεν καταλάβαινε καλά καλά τι έλεγε, θα πρέπει όμως να μην ήταν και πολύ πειστικός επειδή η γυναίκα συνέχιζε το ράψιμο και δεν απαντούσε, ήρεμη πάλι με ένα διφορούμενο χαμόγελο στα χείλη.

Και ξεκινώντας η θεά τον Έχτορα προφταίνει, μ' όμια μορφή και μ' άσπαστη λαλιά σαν του Δηφόβου, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια «Πολύ σε τυραγνά, αδερφέ, το βλέπω, ο Αχιλέας που έτσι τριγύρω στο καστρί σε κυνηγάει με πείσμα. 230 Μόνε ας σταθούμε τώρα οι διο... και σαν κοπιάσει, βλέπει