Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Το μουλάρι, σα νάνοιωσε τους φόβους μου, άρχισε να φυσομανάη δυνατά με τα διάπλατα ρουθούνια του, ν' ανασηκώνη τ' αυτιά του και να χύνη χλημιντρίσματα δυνατά κατά εκεί που γύριζα εγώ το πρόσωπό μου φωνάζοντας. Τώρα μώδινε αυτό το καϋμένο βοήθεια. Όμως ούτε η φωνές μου ούτε τα χλημιντρίσματά του μας έφερναν απάντηση ανθρωπινή, μέσ' τη νεροποντή που μας έπνιγε.

Οι νεκροί κ' οι ζωντανοί ανακατωμένοι σε τέτοιο αφύσικο συναπάντημα τρέχουν μες στην ιερή πόλη. Νέα θαύματα τους περιμένουν εκεί.

Εγέμιζε κλάψες και θρηνωδίες γύρω τον αέρα, που σπάραζαν την καρδιά κ' εσήκωναν την τρίχα. Ένα, ένα τάλλα τα βόιδα διάβαιναν τόρα το στενό. Πάτησαν τη θηλιά κατάστρατα απλωμένη, κ' εξεστράτισαν μες τις ελιές, λαφιασμένα στο μακελιό περίγυρα. Ο Λιάρος απόμεινε ολομόναχος, σκλαβωμένος. Ήρθε κ' η αράδα του!

Κι' ήβρε μες στη βαθιά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω κάθουνταν του γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες· κι' έκλαιγε αφτή στη μέση τους του γιου της τ' αντριωμένου 85 τη μοίρα, πούτανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα ναν της χαθεί στα λιγδερά της Τριάς τα φαρδοκάμπια. Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και της κάνει «Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διο τ' ασκέρια, τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, 265 και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων. Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης, όρθιος και του Λαέρτη ο γιος.

Θ' ΓΥΝΗ Γιατί, παρακαλώ; γιατί; δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε; Θ' ΓΥΝΗ Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε• γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη. Ώ, μα τον Δία το θεό, ρουφάνε, σου το βεβαιώ. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!

Κ' η δυο εκείναις χαραυγαίς που αγγέλλοι κατηβαίνουν Μέσ' απ' τον ουρανό 'ψηλά κ' έρχονται και σημαίνουν Χριστούγεννα κι' Ανάστασι, ω! τι μυστήριο χύνουν, Τι χαραυγούλαις είν' αυταίς, πόση ζωή μας δίνουν! Λάμπουνε, τ' ασυγνέφιαστα τα ουράνια 'σάν ζαφείρια· 'Σάν μάτια π' αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια· Χαρούμεναις και σιγαλαίς 'μιλιαίς σμίγονται γύρα.

Επάγωσε οχ το φόβο του, και τώπεσε η ασπίδα, Και μες τη λίμνη απόθεσε την παντοχή και ελπίδα, 470 Του Καλαμιότη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρόντας, Στους Μπακακάδες ώρμησαν περσότερο θαρρόντας. Και τους μαζόνουν ομπροστά μ' αλλαλαγμό και κρότο, Κατόπι κυνηγόντας τους 'χτόν ύστερ ως τον πρώτο. Μοντων στρατιότων τ' άγνωστο δειλό ανακατωμά τους 475 Ο Νερορρούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους.

Μα ομπρός! στιγμή μη χάνουμε, ας τρέξουμε βοηθοί του. Τρέμω, τόσο άξιος στρατηγός μονάχος μες στους Τρώες 470 μην πάθει, κι' ύστερα ολωνών πολύ θα μας στοιχίσειΕίπε και πρώτος κίνησε, και πίσω ο Αίας, άντρας θεώνε ισάξιος.

Άξαφνα, κοντά το ξημέρωμα, ο Νίκος μες τον ύπνο του άπλωσε το χέρι του απάνω στο κορμί της Βεργινίας. Σε ξυπνάω τη νύχτα κι ο γιατρός είπε πως πρέπει να κοιμάσαι ήσυχη Αυτό ήτον το τελευταίο θανάσιμο χτύπημα για της Βεργινίας την ύπαρξη Ο ήλιος έφεγγε πάλι σήμερα με την ίδια γλύκα σαν και χτες. Η απαλή φεγγοβολιά του σα χάδι ρευστό σιγά-σιγά μαλάκωσε και την αντάρα μες την ψυχή της Λιόλιας.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν