Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Λίγο ακόμα, θα ξέβγαινε μες απ του λόγκου πέρα τα πυκνά φυλλώματα, στο μελαχολικό νυχτοπερπάτημά του. Ανοιξιάτικη, γλυκύτατη βραδιά. Ελαφρή, απαλότατη, χαδεφτική εφυσούσε κάτω απ τα κοιμάμενα ακρογιάλια μοσκομυρισμένη, δροσερή νυχτομπασιά. Εδιάβαινε απ το λόγκο αγνάντια· έγερνε στους αγρούς τους ολόδροσους· άπλωνε στα καρπερά περβόλια· στις νυχτονοτισμένες χλωρασιές, στις πλούσιες πρασινάδες.

Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Είταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα. Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου.

Από το αιώνιο μαργαριτάρι, το φεγγάρι, το πρόσωπο της Piccarda Donati γέρνει κατ' επάνω μας. Η ομορφιά της μας ταράζει για μια στιγμή κι όταν σαν κάτι που πέφτει και περνάει μέσ' από το νερό διαβαίνη δίπλα μας και πάη, την τηράμε ακόμα με μαγεμένα μάτια. Ο γλυκός πλανήτης της Αφροδίτης είναι γεμάτος εραστές.

Μα τους λυπήθηκε ο γερός Μενέλας σαν τους είδε πεσμένους, κι' όξω ρήχτηκε απ' τη γραμμή των πρώτων, αστράφτοντας μες στο χαλκό και παίζοντας το φράξο· κι' ο Άρης με τη γνώμη αυτή του πλήθαινε την τόλμη, για ναν τον σφάξει τ' άσπλαχνο κοντάρι του Αινεία.

Μεςτο σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομάνητό του. Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάση Τα σύγνεφα με τα κλαριά, τον άδη με τη ρίζα, Και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνος Τούχε φωλιάσητην καρδιά και τώσκαφτε λαγούμι Δουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του. Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδι Ποτέ δεν εξεφύτρωσε.

Εγώ με το τραγούδι μου Να διαλαλήσω θέλω Τα εξωτικά, τα ηλιόβλεφτα Τα ολόφαντά σου κάλλη, Οπού τους πόθους μου ξυπνούν Κι' ανοίγουν μου τα μάτια Και βλέπουν μέσ' 'ς τα κάλλη σου Άλλων βουνώνε κάλλη. Νάξερες, ώμορφο βουνό, Τι μου θυμίζει εμένα Ένα κεδρί, ένας πεύκος σου Μια ρεμματιά, μια βρύσις; Νάξερες πως ξαφνιάζομαι Και πως αιτιολογούμαιτης άγριάς σου Βαλανιδιάς Το μυστικό μουρμούρι.

Γιατί να βάλη τον πειρασμό μέσ' στο σπίτι του; «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι' αυτά τον κάνανε τον παπά ν' αποζητάη την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ' άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξη-εφτά χιλιαδούλες.

Τα ροδοκάλια της αυγής της δύσης η πορφύρα Μες την πανώριαν όψη της αδερφικά είχαν σμίξει. Τα χέρια της με της ποδιάς την άκρη άστοχα παίζαν Και μια της φτέρνα εσύντριφτε της γης εν' άγριο γιούλι. Καλότυχο χίλιες βολές της γης το λουλουδάκι Που ξεψυχάει παράκαιρα κάτου από τέτοια φτέρνα. — Μη γιατί κλαίω, γιατί βογγώ; της κρένει ο Λάμπρος πάλε.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν