United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.

Επί των νησιδίων εκείνων, ουδέ δράκα χώματος εχόντων, εφύετο παραδόξως είδος αγρίας κράμβης, υπόπικρον αλλ' ευχυμότατον έδεσμα, και πολλοί πολλάκις εκινδύνευον την ζωήν των αγωνιζομένοι να το συλλέξωσιν επί του απορρώγος βράχου. &Τρομερόν επάγγελμα&, ως λέγει ο Άγγλος τραγικός.

Σημ. Ο αυτός Κριτικός βλέπει εις τον Αμλέτον έναν χαρακτήρα της νεωτέρας εποχής, κατ' αντίθεσιν της τραχείας και αγρίας εποχής, εις την οποίαν εγεννήθη, οπόταν τα πάντα εξαρτώντο από την φυσικήν δύναμιν και από την ορμήν προς την ενέργειαν, δηλαδή από ιδιότητας των οποίων ο Αμλέτος στερείται.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.

Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα.

Αλλά την ιδέαν ταύτην μόλις είχε προφθάσει να συλλάβη, και ευθύς η προσοχή της μετεβιβάσθη εις το θέαμα εκείνο της αγρίας πάλης, όπερ κατέπληξεν αυτήν. Ελησμόνησε δε και το άλγος της κνήμης της και το ψύχος, και πάσαν άλλην δυστυχίαν. — Διά τον Θεόν! Τι είνε; έκραξε τρομάξασα η νέα. Αλλά τις ήθελε απαντήσει προς αυτήν; Οι δύο εκείνοι άνθρωποι δεν είχον καιρόν να την ακούσωσιν.

Αντί να επιπέση κατά των μαθητών, με λίθους και με αγρίας κραυγάς, καθώς έπραττε κατά των άλλων ανθρώπων, έτρεξε προς τον Ιησούν από μακρόθεν, και έπεσε προ Αυτού εις θέσιν προσκυνήσεως. Ενώσας την φωνήν του με την των κατεχόντων αυτόν δαιμόνων, παρεκάλει μετ' αυτών τον Ιησούν να μη τους βασανίση προ καιρού, μήτε να τους στείλη εις την άβυσσον. Ποίον είνε το όνομά σου; Τον ηρώτησεν ο Ιησούς.

Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, τη υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου: — Ναι! είπε, μετά τινος αγρίας εντρυφήσεως. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Και λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένη δεν μεταβαίνει εις το όμοιον με αυτήν, το αόρατον, το θείον εν ταυτώ και αθάνατον και σοφόν, όπου, αφ' ού φθάση, ανήκει εις αυτήν να είναι ευτυχής, ελευθέρα από πλάνην και άγνοιαν και φόβους και αγρίας επιθυμίας και από τα άλλα ανθρώπινα κακά, καθώς δε λέγουν διά τους λαμβάνοντας μέρος εις τα μυστήρια, περνώσα αληθινά τον επίλοιπον καιρόν μαζί με θεούς.

Εγώ με το τραγούδι μου Να διαλαλήσω θέλω Τα εξωτικά, τα ηλιόβλεφτα Τα ολόφαντά σου κάλλη, Οπού τους πόθους μου ξυπνούν Κι' ανοίγουν μου τα μάτια Και βλέπουν μέσ' 'ς τα κάλλη σου Άλλων βουνώνε κάλλη. Νάξερες, ώμορφο βουνό, Τι μου θυμίζει εμένα Ένα κεδρί, ένας πεύκος σου Μια ρεμματιά, μια βρύσις; Νάξερες πως ξαφνιάζομαι Και πως αιτιολογούμαιτης άγριάς σου Βαλανιδιάς Το μυστικό μουρμούρι.