United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα «Ναι, αδέρφι, μούκαναν πολλά κι' η μάννα κι' ο πατέρας, πολλά οι συντρόφοι, κι' έπεφταν στα πόδια μου ένας ένας, 240 να μείνω αφτού· τόσο όλοι τους τον τρέμουν· μα η καρδιά μου στα στήθια μέσα πήγαινε να σπάσει από λαχτάρα.

Ετάνυα κ' εγώ τας ιδικάς μου, αλλά το βουνόν μου εφαίνετο ατελείωτον. Μ' εκέντα προς τα εμπρός αίσθημα φιλοτιμίας. Μου ήρχετο πού και πού εις τον νουν η σκέψις: μη ο αρχηγός μ' έταξεν εις την οπισθοφυλακήν, προνοήσας ότι δεν θα δυνηθώ ν' ανθέξω εις τον κόπον της πορείας; Αλλά πώς να μείνω οπίσω, ενώ οι άλλοι πήγαινον εμπρός; ησχυνόμην να φανώ ασθενέστερός των. Ο Μίρτος μόνος ευρίσκετο όπισθέν μου.

Όσω για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω σε ένα άλλον Θεσσαλόν να τήνε δώσης, σε ένα που να μην έπαθε κι' αυτός ό,τι εγώ έχω πάθει. Έχεις εσύ φίλους πολλούς Φεραίους, μη θελήσης να ζωντανεύη η ανάμνησις της συμφοράς μου. Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας την γυναίκα να μείνω αδάκρυτος. Με φθάνει η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή.

Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε.

Αχ, ό,τι ξεύρω μπορεί κάθε ένας να ξεύρητην καρδιά μου όμως μόνος εγώ την έχω. 25 Μαΐου Είχα κάτι εις τον νουν μου περί του οποίου δεν ήθελα να σας πω τίποτε μέχρις ότου ήθελεν εκτελεσθή· τώρα, επειδή δεν γίνεται τίποτε, μπορώ να σας το πω. Ήθελα να πάω στον πόλεμο, το είχα προ πολλού στην καρδιά μου. 21 Ιουνίου Λέγε ό,τι θέλεις, δεν δύναμαι να μείνω περισσότερο. Τι θέλω εδώ; Εβαρέθηκα.

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένοτον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.

ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Άλλαξε, όταν δυνηθής, μετάνοιωσ', όταν θέλης. Έχω εγώ υπομονήν. Θα μείνωτης Ρεγάνης, μαζί με τους ιππότας μου τους εκατόν. ΡΕΓΑΝΗ Α! όχι ακόμη δεν σ' επρόσμενα· να σε δεχθώ όπως πρέπει δεν είμ' ακόμη έτοιμη.

Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γελώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς.