United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, 'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480

Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν Μες του Γιαννή Καράμπελα τάμορφα στανοτόπια Βλέπουν στη χλόη τη δροσερή ολόρθο να προβάλη Μαύρο λιθάρι, ατέριαστο με τάλλα τα λιθάρια, Σημαδιακή κι' ανέγνωρη και πλάσης άλλης πέτρα, Πέτρα που μάγια θάματα στο νου και μύθους φέρνει.

Το κάψιμο του Globe Theatreγεγονός, που οφείλεται, εν παρόδω, στ' αποτελέσματα του πάθους για την ιλλουζιόν, που ξεχώριζε τη σκηνοθεσία του Σαίξπηρμας ελήστεψε δυστυχώς πολλά σπουδαία δοκουμέντα· μα στον κατάλογο που υπάρχει ακόμα της γκαρταρόμπας ενός Λοντρέζικου θεάτρου της εποχής του Σαίξπηρ αναφέρονται ξέχωρα κοστούμια για καρδινάλιους, βοσκούς, βασιληάδες, κλάουν, καλόγερους και παληάτσους· πράσινα πανωφόρια για τους ανθρώπους του Robin Hood και πράσινη ρόμπα για τη Maid Marion άσπρο και χρυσαφένιο κολόβιο για τον Ερρίκο V και μία ρόμπα για τον Longshanks· ακόμα λευκά ιερατικά άμφια, σκούφοι ιερατικοί, δαμασκές ρόμπες, ρόμπες χρυσές κι ασημένιες και από ταφετιά και από τσίτι, βελούδινα πανωφόρια και πανωφόρια από σατέν και μάλλινα χνουδωτά και ζιπούνια από κίτρινο και μαύρο πετσί, κόκκινα κοστούμια, γκρίζα κοστούμια, κοστούμια Γάλλου Πιερρότου, μια ρόμπα «για να γίνεται κανείς άφαντος», που δεν κοστίζει καθώς φαίνεται, και πολύ, £3.10/ —, και τέσσαρες ασύγκριτοι κορσέδεςπου όλα δείχνουν μια επιθυμία, να δίνεται στο κάθε πρόσωπο κατά τον ρόλο του η κατάλληλη στολή.

Θα κωλοσυρθή τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίση αντίς να καλησπερίση, θα ξεράση αντίς να φάη, και θαποκοιμηθή αντίς να συλλογιστή πως τέτοια χέρια που τάφτειαξε η φύσις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι. Μη μου λες πως τα μεγαλώνω.

Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη. — Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία...

Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε. — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ. — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουρασθής λιγάκι. — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος. Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω ανάσκελα.

Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.

Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.

Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης. Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν' ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου. Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης, το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε!

Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.