Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Πού μ’ εγκρέμισες, μοίρα, κακή μου μοίρα! ΧΟΡΟΣ Σε φοβερόν ανάκουστο κακό σε ρίχνει η μοίρα σου° δεν το είδανε ανθρώπου μάτια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω μαύρο νέφος, που ο κακός άνεμος σε φέρνει, νέφος ακαταδάμαστο. Ωιμέ. Ωιμέ κι αλλοίμονο, ποιους πόνους απ’ τις πληγές μου δέχομαι! Και ποιών κακών ανάμνησι... ΧΟΡΟΣ Βέβαια δεν είν’ άπορο για τέτοιους πόνους ότι διπλά πενθείς κι ότι διπλά υποφέρεις.
Ο πυρετός τον κατάτρωγε, οι λοξές ακτίνες από ασημί λεπτή σκόνη που έπεφταν από την κατεστραμμένη στέγη του φαίνονταν να σχηματίζουν άσπρες τρύπες επάνω στο μαύρο πάτωμα και οι χλωμές φιγούρες των εικόνων κοίταζαν όλες προς τα κάτω, έσκυβαν, ήταν έτοιμες να ξεκολλήσουν και να πέσουν. Η Μαγδαληνή προχωράει εμπρός, προβάλλει από το μαύρο της κάδρο στα όρια του άγνωστου.
Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκεί — και έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.
Έπειτα με μαύρο ή κόκκινο χρώμα ζωγράφιζε εφήβους παλαιστάς ή δρομείς· ιππείς πάνοπλους μ' αλλόκοτες οικοσημασμένες ασπίδες και παράξενες προσωπίδες, ενώ καβαλλίκευαν από κοχυλωτό άρμα άλογα ολόρθα στα πισινά τους πόδια· τους θεούς καθισμένους σε συμπόσιο ή κάνοντας θαύματα· τους ήρωες με τους θριάμβους ή τους πόνους των.
Θα μου δώσετε απάντηση σε κάθ' ερώτησή μου . . . Έλα λοιπόν πέστε μου, ο Σταύρος ά θυμάμαι καλά, δεν είτανε ένας αψηλός, με ωραίο παρουσιαστικό, με λίγο μαύρο μουστακάκι, με μάτια μεγάλα μαύρα, μαλλιά μαύρα σαν της μητέρας: ΓΙΑΓΙΑ Ναι, ναι . . Αχ πόσο έμοιαζε μ' εκείνη .. . Τα χαρακτηριστικά της, την ψυχή της, όλα του τα είχε δώσει. Περιμένουμε, κυρία, κανένα μουσαφίρη, κανένα συγγενή;
Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω στο μεγάλο πλατύσκαλο από μαύρο μάρμαρο του παλατιού, που ακουμβούσε στο νερό, ολόρθια μια γυναίκα που όσοι την είδαν δεν μπόρεσαν ποτέ να την ξεχάσουν.
Έπειτα εμάσησε μίαν λέξιν: «Κόπιασε». Και δεν διέκοψε την εργασίαν του, αλλ' αναστρέψας την κάννην έχυσεν εις τον νεροχύτην το μαύρο απόπλυμα. Αλλ' η Πηγή είχεν εγερθή και προσέφερε κάθισμα εις τον Μανώλην: — Κόπιασε, Μανωλιό ... χαμήλωσε. — Μα λέω να πάω παρακάτω ... είπεν ο Μανώλης, αλλ' αντί να πάη παρακάτω εισήλθε πάρα μέσα και με επίπλαστον απροθυμίαν εκάθησεν.
Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.
Μετ' ολίγον ηκούσθησαν άλλα βήματα ξένος ιππεύς ήρχετο εις το λαγκάδι διά να ποτίση τον ίππον του. Εφόρει μαύρο σκουφάκι εις την κεφαλήν, μεϊντανογέλεκα από λευκό σαγάκι, κεντημένα με μαύρα σειρήτια, υποκάμισον με χειρίδας ανοικτάς, κοντήν και λερήν φουστανέλλαν, και τσαρούχια εις τους πόδας. Από του σελαχίου του προέκυπτον κοκκαλίνη λαβή μαχαίρας και ολίγον το κοντάκι πιστολιού.
Κι' ούτε το μαύρο τορπιλλοβόλο, ούτ' η στεριά φαινόντανε μόνα αυτά από τη θέση κείνη σαν ψεύτικα και σαν ξένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν