Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια, Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη, Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει: —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα! Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο, Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου. Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα. Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.
Το αγόρι του, παιδί ως δέκα χρονώ, με τα μούτρα και τα χέρια πασσαλειμμένα από το υγρό μιας μεγάλης φέτας καρπουζιού που εκρατούσε κ' έτρωγε, έπαιζε τον κυνηγητό με την αδελφή του, κοριτζάκι αδύνατο, μικρότερο απ' αυτό, ενώ το σκυλλί του σπιτιού, μαύρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ωρμούσε κ' εδάγκανε, παίζοντας, πότε την άκρη του φουστανιού της μικρής, πότε τα παπούτζια του αγοριού με χαρμόσυνα γαυγίσματα.
Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.
Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνεια και τη «λησμονιά του εγώ,» μέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπη και να διώξη τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κ' έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ' αιώνα.
Σε λίγη ώρα ήρθε η μαμμή, κοντόχοντρη σα πάπια, με κόκκινα μάτια, με ζαρωμένο πλακωτό πρόσωπο, σκεπασμένη μ' ένα κιτρινισμένο μαύρο σάλι, με το νιογέννητο τυλιγμένο στις φασκιές του, ένα μικρό εκεί πανένιο δεματάκι, π' ανάμεσά του μόλις χώριζε ένα κομματάκι άσπρης σάρκας, ένα κεφαλάκι σχεδόν άμορφο, απαλό, τρυφερό.
Είναι για το μαύρο μεταξωτό της μητέρας. Όταν παντρευθώ θα βάζω όλο αληθινές νταντέλες εις τα φορέματα μου. Λ έ λ α. Βέβαια! Γι αυτό σας χρειάζονται τα εκατομμύρια της πρηγκιπέσσας. Ο λ γ ί ν α. Τι είναι πάλι αυτό; ψούνια καινούργια. Ο λ γ ί ν α. Αξίζει πέντε λίρες. Έπειτα αν θέλη η μαμά, την πέρνει, αν δεν θέλη... Σκηνή Γ'. Μαμά, την έφερεν ο Αρμένης σου και θα ξαναπεράση να μάθη, αν την θέλης.
Από την τρύπα της στέγης έπεφτε, σαν μέσα από ένα αναποδογυρισμένο χωνί, μια χρυσαφένια ηλιαχτίδα που φώτιζε επάνω στο μικρό κρεβάτι το μαύρο της κορμί και τα κολιέ της, αφήνοντας στην σκιά την υπόλοιπη έρμη κάμαρα. Ο Έφις κοίταζε σαν μέσα από τον πάτο ενός πηγαδιού εκείνο το σημείο, ψηλό και μακρινό. Ξαφνικά όμως του φάνηκε ότι η ηλιαχτίδα παρεξέκλινε, έπεφτε απάνω του και τον φώτιζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν