United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας.

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

Είμαι το δέντρο που ακολουθεί τη γραμμή της προσευχής όταν ανεβαίνει από ήσυχη ψυχή. Είμαι η λόγχη που κοκκίνησε στο αίμα της δύσης και φρουρεί το Αόρατο απ' την άρνηση και την ειρωνεία. Είμαι στης γιορτές του τοπείου το μαύρο ράσο που δεν τέλειωσεν ακόμα τη δοκιμασία του.

Εκείνος κρατώντας ορθό το κεφάλι συλλογιέται. — Ξέρω που τ' ολόρθο κυπαρίσσι μιας αυλής της Αθήνας καίγεται από δύσεις αιώνων κι' από εσπερινούς απλών ψυχών! Ξέρω που βράχοι χρυσοί μ' ένα μαύρο κατσίκι στα ύψη κατεβαίνουν σε χαρούμενες θάλασσες. Η ψυχή μου κρατεί το αρχαίο ερείπιο συλλογισμένο μέσα στην ιερή σιωπή της νύχτας. Στην ψυχή μου λαλούν τα τζιτζίκια της Αθήνας.

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

Ο Μιλέζος με το κεφάλι γερμένο δεξιά ανακάτεψε σκεφτικός τα χαρτιά κοιτάζοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο από τους συντρόφους του. «Στα πόσα η μίζα;» «Πενήντα λιρέτες», απάντησε ο Τζατσίντο. Έβγαλε το χαρτονόμισμα της τοκογλύφου. Έχασε. Πάνω στο μαύρο λυχνάρι η μικρή γαλαζωπή φλόγα, ακίνητη έμοιαζε με το φεγγάρι πάνω από τα ερείπια του πύργου. Κεφάλαιο ένατο

Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.

Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι. — Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω; — Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι.... — Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι. — Τι είναι; — Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι. — Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος. — Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό. — Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.

Σηκώθηκε και ξεκίνησε, έπειτα γύρισε πίσω για να πάρει το δισάκι που κρεμόταν σ’ ένα κρεμαστάρι κάτω από το χαγιάτι. Το κρεμαστάρι, καρφωμένο εκεί από αιώνες, ξεκαρφώθηκε και αναπήδησε ανάμεσα στα βότσαλα της αυλής σαν ένα μεγάλο, μαύρο δάχτυλο. Εκείνος ανασκίρτησε. Ναι, έπρεπε να φύγει∙ ακόμη και το κρεμαστάρι ξεκαρφώθηκε για να μην δεχτεί πια το δισάκι του.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.