Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Βγήκα όξω στον κήπο· και με την ιδέα να του δώσω μια τελευταία χαράαυτού, που αγαπούσε πάντα τάνθηέκοψα ένα μισοανοιγμένο ρόδο, το ωραιότερο που μπορούσα να βρω, γύρισα μέσα και το έβαλα στο μαξιλάρι του παιδιού μου, κοντά στο μάτι που μπορούσε κ' έβλεπε ακόμα. Ανίκανος να το υποφέρω περσότερο, βγήκα πάλι όξω στη βεράντα. Αποκεί άκουσα πως μπήκε μέσα ο Σβάντε και κάθησε στο κρεββάτι.

Μη μου παραπονεθής έπειτα για ό,τι γίνη. Στρηφογυρνούσε το κορμί με πόνο εκεί που την κρατούσα κ' έπειτα από μια στιγμή έπεσε σε μακρή λιποθυμία. Την ξάπλωσα στον καναπέ κι όλα όσα είπε μου φαινόντανε σαν όνειρο παράλογο. Έστεκα ώρα εκεί και την κοίταζα, όσο που άκουσα πως η αναπνοή της έγινε κανονική και βεβαιώθηκα πως κοιμάται. Τότε της έβαλα ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι και τη σκέπασα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι να τρέχη κυρία μου; Να. Δε θέλει να κατεβή κάτω λέει. Είναι άρρωστη. Την πονεί το στομάχι της. Κάθεται σκυμμένη απάνω στο μαξιλάρι της και κλαίει. Τώρα που θα πάω να το πω του κυρ-Τάσσου θα τα βάλη μ' εμένα. Όλα στον Μ-Αργύρη ξεσπούνε. ΛΕΛΑΜου κάνεις μια χάρι Μ-Αργύρη; Αν ιδής κάτω το γιατρό πες πως τον ζητούνε στο 11. Είναι ανάγκη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΣτους ορισμούς σας, κυρία.

Μα τι, το κρυφτό παίζουν; Κακό χρόνο νάχουν! Αδημονεί ως εάν επλήρωσε θεωρείον εις παράστασιν βραδύνουσαν και είνε έτοιμη να πετάξη το μαξιλάρι της εις την σκηνήν. Οι χαρτοπαίκται λέγουν ότι των ανθρώπων ο χαρακτήρ φαίνεται εις τα χαρτιά.

Έπαρε το μαξιλάρι και κάθισε, κόρη μου, γιατί βαραίν' η καρδιά μου, κι όταν σ' έχω σιμά μου, γίνουμαι και γω χαρούμενη σαν και σένα. Έτσι μούρχεται να σ' έχω πάντα σιμά μου. Τονέ ζουλεύω τον καλότυχο που θα σε κάμη δική του. Αρετ. Καλέ μαννούλα, τι λες; Εγώ παντρειές και γαμπρούς δε θέλω.

Ο Αμπτούλ, αφού του έκαμε την απόκρισιν με κάθε ταπείνωσιν, τον έβαλε και εκάθισεν εις ένα χρυσό μαξιλάρι, και τον ερώτησεν από ποίον τόπον ήτο, και πού είναι κονεμένος. Ο Καλίφης του απεκρίθη πως ήτον πραγματευτής από το Μπαγδάτι, και πώς ήτο κονεμένος στο πρώτο χάνι του κάστρου.

Η ντόνα Έστερ έσκυβε επάνω του, τακτοποιούσε το μαξιλάρι του, την κουβέρτα επάνω του, του έλεγχε το σφυγμό του. «Έφις, ο Ρετόρος θα έρθει να σ’ επισκεφθείΕκείνος σήκωνε το δείχτη, κάνοντας νόημα πως όχι, με τα μάτια κλειστά. Τις πρώτες μέρες κάποιοι ζήτησαν να τον επισκεφθούν, αλλά η Νοέμι μισάνοιγε την εξώπορτα και τους έδιωχνε όλους. Εκείνος, μέσα, άκουγε.

Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελάσουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσης κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώση να καταλάβης καταπού πέφτει το μαξιλαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγγί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγγιού θα είναι και το δίκιο σου.

Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ' αδράχτι της, κ' η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πη η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε. «Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακοκκαρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ' ακούσης. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσης κανενού καημένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν