Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Οχτώ μέρες, οχτώ νύχτες, έσκισαν τα κύματα, και με φουσκωμένα πανιά αρμένισαν για την Κορνουάλλη. Οργή γυναίκας, τρομερό πράγμα: και καθένας ας φυλάγεται. Όπου μια γυναίκα αγαπάει πειο πολύ, κει θα εκδικηθή πειο σκληρά. Γρήγωρα έρχεται η αγάπη στης γυναίκες, γρήγωρα και το μίσος. Κ' η έχθρα τους, άμα έρθη μια φορά, βαστάει πειο πολύ, παρά η αγάπη.
Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.
Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.
Σαράντα μέρες βάσταξε ταξέχαστο εκείνο το πανηγύρι· αξέχαστο, επειδή ως τέλος τη φύλαξαν τη γιορτή αυτή, τα γενέθλια της Πόλης. Τέτοια μεγαλοκάμωτη πολιτεία χρειαζότανε και νέους κατοίκους. Προσκάλεσε λοιπόν ο Βασιλέας Συγκλητικούς από τη Ρώμη, προσκάλεσε αρχόντους και νοικοκυρέους από Ελλάδα και Μικρασία. Τους διόρισε στην καινούρια Σύγκλητο και τους έδωσε σπιτότοπους για να χτίσουνε.
Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.
Το πρώτο που αιστάνθηκα κ' εννόησα με τρόμο ανέκφραστο, όταν περάσανε τουλάχιστο τόσες μέρες, ώστε να μπορέσω να συνέρθω και να σκεφτώ όσα γίνανε, είτανε πως η γυναίκα μου δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο μέσα από την ψυχή της, όσο την ώρα που κάθησε μπρος μου στην κάμαρά μου και μου είπε πως είχε γεννηθεί για κακό και πως τώρα, που χάθηκε ο Σβεν, ζει μόνο για να πεθάνη.
Εφτά μέρες κ' εφτά νύχτες η θάλασσα τον έφερνε αλαφρά. Κάποτε, ο Τριστάνος για να γλυκαίνη τον πόνο του έπαιζε με την άρπα. Επί τέλους, χωρίς να το καταλάβη, η θάλασσα τον έφερε κοντά σε μια παραλία.
ΜΕΛ. Τώρα μ' αφήκε εντελώς, Βακχί, και είνε πέντε μέρες σήμερα που δεν τον είδα καθόλου, αλλά μένει στου φίλου του του Παμμένου και διασκεδάζουν με την Σιμμίχην. ΒΑΚΧ. Έχεις δίκιο, καϋμένη Μέλισσα, να είσαι στενοχωρημένη. Μα δεν μου λες, πώς εμαλώσετε; υποθέτω ότι θα υπάρχη καμμία σπουδαία αφορμή.
Όλα είναι σιωπηλά γύρω μου και νομίζω πως τον βλέπω, όπως τις τελευταίες μέρες που είταν ορθός ακόμα, να περπατά στους δρόμους του κήπου κρατώντας με το μικρό, τρυφερό του χέρι το δικό μου και να μιλή αδιάκοπα, ενώ με κοίταζε με τα στοχαστικά παιδικά μάτια του. Και καθώς βυθίζουμαι στην ανάμνηση αυτή, η απελπισία πως δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου είναι όσο δε λέγεται πικρή.
Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διο και δέκα, να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε. 495 Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της, Μον βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν