Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της·Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .

Επειδή και έχεις τόσην καρδίαν και ανδρείαν, απεκρίθη η Γουλνάζε, η ελευθερία μου εις του λόγου σου στέκει· ύπαγε εις το περιβόλι, και εκεί θέλεις εύρει την αδελφήν μου που κοιμάται επάνω εις ένα κρεβάτι από χόρτα και άνθη και υποκάτω από το προσκέφαλόν της έχει μίαν σακκούλαν από ατιλάζι, και αν ημπορέσης να της πάρης την σακκούλαν χωρίς να την εξυπνήσης, η δουλειά έγινε, επειδή εκεί έχει τα κλειδιά από τες αλυσίδες μου, και τούτο είναι ο τρόπος που ημπορείς να με ελευθερώσης· μα ανίσως και εξυπνήση η Μερχάνη, εκεί που παίρνεις την σακκούλαν, σου δίνω είδησιν πως θέλεις είσαι χαμένος.

ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε· θα είμαστε όμως καλύτερα μέσα στο μικρό μου γραφείο. Οδήγησέ με, εκεί σε παρακαλώ, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάμε, καημένο μου παιδί. ΑΓΓΕΛΙΚΗΤΟΥΑΝΕΤΤΑ ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να τους που έρχονται μαζί μ' ένα συμβολαιογράφο· άκουσα να μιλούν για διαθήκη. Δεν κοιμάται η μητρυιά σας. Χωρίς άλλο κάποια συνωμοσία κάνει εναντίον των συμφερόντων σας και προσπαθεί να μπλέξη σ' αυτή τον πατέρα σας.

Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν: — Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν. — Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα. — Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της; — Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα. — Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της; — Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην.

Εδώ και εκεί, ανάμεσα εις τα δένδρα, επάνω εις τους πρασίνους αγρούς ήσαν στημέναι δοκοί, αι οποίαι υπεστήριζον τα τηλεγραφικά σύρματα, άτινα διήρχοντο την ήρεμον κοιλάδα· εις μίαν από αυτάς τας δοκούς εστηρίζετο ένα πράγμα τόσον ακίνητον, ώστε ημπορούσε κανείς να το εκλάβη κορμόν δένδρου: ήτο ο Ρούντυ· εστέκετο εκεί τόσον ήσυχα, όπως ήτο κατ' αυτήν την στιγμήν και όλον το περιβάλλον δεν κοιμάται, ακόμη περισσότερον δεν είναι νεκρός! αλλά όπως συχνά συμβαίνει να πετώσι διά των τηλεγραφικών συρμάτων ανθρώπινα περιστατικάστιγμαί του βίου μεγάλης σημασίας διά τα άτομαχωρίς το σύρμα να το δηλώση διά τρόμου ή άλλου θορύβου, ούτω διά μέσου του ηρέμου Ρούντυ έτρεμον αι κραταιαί, αι πανσθενείς του σκέψεις: η ευτυχία της ζωής του ήτο εις το εξής εις αδιαλείπτως σταθεράν σκέψιν.

ΛΗΡ Ποιος θα μου πη ποιος είμ' εγώ; Ο Ληρ αυτός δεν είναι. Ο Ληρ εδώ περιπατεί; Αυτά ο Ληρ τα λέγει; Τι έγιναν τα μάτια του; Ή μη αδυνατίζει κ' εις λήθαργον ευρίσκεται ο νους του; — Ή κοιμάται; Α! Όχι! — Δεν θα μου ειπή κανείς εδώ ποιος είμαι; ΓΕΛΩΤ. Ίσκιος του Ληρ! ΛΗΡ Ποιος είμ' εγώ, ειπήτε μου. ΓΕΛΩΤ. Κι' αυταίς πατέρα ευπειθή ηθέλησαν να έχουν.

Του έδωσε την άδεια να γυρίση πίσω στο παλάτι, και όπως άλλοτε, ο Τριστάνος κοιμάται στο Βασιλικό θάλαμο μαζύ με τους πιστούς και τους σπητικούς. Όποτε θέλει, μπορεί να μπαίνη και να βγαίνη. Ο Βασιληάς δεν έχει πεια καμμιά ανησυχία. Αλλά ποιος λοιπόν μπορεί πολύν καιρό να κρατήση μυστικούς τους έρωτές του; Αλλοίμονο, ο έρωτας δεν κρύβεται.

Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη, αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.

Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία. Και μετά μικρόν εξηκολούθησε: Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας.

Αλλά δεν απηλπίζετο. Εύρε μάλιστα μεγάλην ηδονήν ενασχολούμενος να χαιρετίζη, να κερνά, να συντρέχη όσον ηδύνατο τους εκλογείς του. Και αντί να τρώγη και να κοιμάται μόνος του, έτρωγε πλέον μετά των πολιτικών οπαδών του το πλείστον, και ηγρύπνει πολλάκις εις του Γιωργή της Θασίτσας, εργαζόμενος υπέρ της επιτυχίας του. Ήτο Νοέμβριος. Είχεν ήδη προκηρυχθή η δημοπρασία των ελαιοδεκάτων.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν