Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Το Τελώνιον εις κάθε δέκα ημέρας μίαν φοράν έρχεται, κοιμάται μίαν μόνον νύκτα μαζί μου, τις δε επίλοιπες εννέα ημέρες ευρίσκομαι μοναχή· και επέρασαν τρεις ημέρες αφ' ότου ήλθεν· λείπονται επτά έως που να γυρίση πάλιν.
ΒΑΓΚΟΣ Δος το σπαθί μου γρήγορα! — Εκεί ποιος είναι! ΜΑΚΒΕΘ Φίλος! ΒΑΓΚΟΣ Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται. Ήτο 'ς το άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος. εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου, κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος. ΜΑΚΒΕΘ Μας ηύρε ανετοίμους την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις, δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.
Αν θέλης δε να μάθης και τι γίνεται όταν κανείς δεν ακολουθή την συμβουλήν αυτήν, κύτταξε αυτόν τον άνθρωπον, ο οποίος από την μεγάλην του αφοσίωσιν εις τα γράμματα, και δεν κοιμάται καλά, και δεν γυμνάζει διόλου τα μέλη του σώματός του κ' έχει καταντήσει σκελετός από τας πολλάς φροντίδας.
Μ' ένα λόγο — της πρόβαλα όσες πρόφασες μου ήρθανε στο νου. Και τέλος δοκίμασα και το κυριώτερο επιχείρημα: — Ο Σβεν θα κοιμάται όταν θα φτάσης. — Δεν είναι γι' αυτό, απάντησε. Έχω διάθεση να γυρίσω σπίτι. Με κοίταξε τόσο ικετευτικά και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως έφυγε. Στο μεταξύ ο Σβεν έπαιζε όλο το απόγεμα γύρω στο σπίτι. Όταν όμως πλησίασε η ώρα που έπρεπε να κοιμηθή, έγινε άφαντος.
ΑΜΛΕΤΟΣ Θα σας προφθάσω ευθύς· προπορευθήτε ολίγο. Ω! πώς κάθε αφορμή μ' ελέγχει και κεντάει την ναρκωμένην τόσο εκδίκησιν μου! Τι 'ναι ένας άνθρωπος αν έχη ευτυχίαν μόνην και ωφέλειαν της ζωής να τρώγη, να κοιμάται; Κτήνος και μόνον τούτο.
Ο Σβεν κούνησε τΟ κεφάλι κ' έμεινε στη θέση του. — Μα γιατί; — Περιμένω τη μαμά, είπε ο μικρός αδερφός με μεγάλη σταθερότητα. — Μα ξέρεις πως η μαμά θα βγη έξω πολύ αργότερα. Η μαμά δεν είναι τόσο καλά, όπως πριν, και πρέπει να μένη αργά στο κρεββάτι, γιατί δεν κοιμάται τη νύχτα.
— Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.
Χρόνια διακόσια κοιμάται απόξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε — χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια. Στον κόρφο του βουνού είν' ένα κάτασπρο εκκλησάκι. Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή! Απάνω στης λιλά μολόχες, απάνου στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν — έφυγαν. Η γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ' τον πλάτανο.
Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.
ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι, μέσα εις το στρώμα του, εκεί όπου κοιμάται κι αλήθειαις ονειρεύεται. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τώρα καταλαμβάνω! Την Μάβω την Νεράιδα εφίλευες απόψε . Η Μάβω κάμνει την μαμμήν, και έρχεται την νύκτα, ωσάν δακτυλιδόπετρα μεγάλη, απ' εκείναις οπού οι δημογέροντες φορούν 'ς το δάχτυλόν των και ζεύγει 'ς το αμάξι της μικρά μικρά μαμμούδια, και ταξειδεύει και περνά εις μύταις κοιμισμένων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν