Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,
Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι, αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε . . . Τι να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη; Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο.
Δεν υπάρχει παραδοξώτερον εν τη φύσει από τον οργανισμόν του ανθρώπου· βλέπει μίαν βάσανον καθ' ύπνους, εξυπνά έντρομος· την υφίσταται εγρηγορών, πίπτει ήσυχα και κοιμάται. Μάθε προσέτι και τούτο: ό,τι άσχημον ίδης, δεν είνε διάβολος· εάν ούτος ήτο τόσον δυσειδής, όπως τον ζωγραφίζουν οι αγιογράφοι, θα ήτον ακινδυνότερος και αυτών των Χερουβείμ· δεν θα είχε κανένα οπαδόν.
Η Φραγκογιαννού, φρονούσα ότι το καλλίτερον ήτον η λεχώνα να κοιμάται διά να ησυχάζη, και γνωρίζουσα ότι η απόκρισις η διδομένη εις τους πυρέσσοντας και εις τους ως εν υπνοβασία παραμιλούντας βλάπτει μάλλον ή ωφελεί, δεν απήντησε τίποτε. Η λεχώ ευθύς και πάλιν απεκοιμήθη. Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμηρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος.
Ναι, είπεν ο Κέβης. Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Τι λοιπόν λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις το να ζη κανείς, καθώς το να κοιμάται κανείς είναι εναντίον εις το να είναι έξυπνος; Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Ποίον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Το να αποθάνη, είπεν ο Κέβης.
Χαρά 'ς τον όπου 'ς αγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις, Χαρά 'ς τον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!... — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη. Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα, Γιατί ξυπνάει ο Δράκοντας 'ς της ποταμιάς τα δέντρα, Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα, Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.
Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .
Η γραία καταπεπονημένη — ήθελε να κοιμάται ολίγον πάντοτε την μεσημβρίαν — επακκουμβήσασα παρά την ρίζαν του γηραιού δένδρου παρηκολούθει σιγά-σιγά, πλην ηδέως, τους ιαμβικούς του άσματος στίχους, υποτονθορύζουσα αυτούς συμφώνως προς τον αναδιπλούμενον ρυθμόν του σεμνού χορού, επιλέγουσα εκάστοτε και την επαλλάσσουσαν επωδόν: Καμάρα χτίζω 'ς το 'γιαλό, Καμάρα δε στεργιόνει.
Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας; — Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον. — Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή.
Του έλεγε τας περιπετείας και τα μεγαλουργήματα του Γένους· του ωμίλει μετά προφητικής πεποιθήσεως περί του τελευταίου βασιλέως, ο οποίος κοιμάται εις το σπήλαιόν του με το σπαθί ακόμη εις το χέρι και θα εξυπνήση με το πλήρωμα του χρόνου να καθήση πάλιν επί του μυριοδοξασμένου θρόνου του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν