Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.
— Τι καπετάνιος είνε αυτός, είπεν ο άλλος, να μη ξέρη πού είνε η χώρα; Το Κάστρο το άφησαν 'δώ και δεκαπέντε χρόνια. Δεν τώμαθεν αυτός; Δεν τα γράφουν αυτά τα πράματα; Ήδη σκοτία πανταχού ηπλούτο. Νυξ ασέληνος.
Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνο — ούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα.
Ο καπετάν Φώκας δεν ήθελε να τον τσουρμάρη τελευταία, ούτε οι ναύταις του τον ήθελαν. Μα τι να κάμη; του έλειπεν ένας ναύτης. Το ξέρω, βρε παιδιά μου, έλεγε. Μα να χάσωμε το ναύλο; Και τον ετσουρμάρισε. Έτσι λες εσύ; Να κινδυνέψωμε για τον Αράπη. Α! Πάπα-Δράκο! παιδί μου! παρακαλεί ο καπετάνιος, λοιπόν είπαμε. Ίσα τον Αράπη! Ο Παπα-Δράκος ήτανε έτοιμος.
Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση — πιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.
Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα.
Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνές — κακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.
Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.
Αναστηλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του· διώχνει το βάρος από τα στήθη του· χαρά γλυκοδροσίζει την ψυχή του. — Τα ονόματα; λέγει στον υπάλληλο με τρυφερή φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματά τους; — Πέτρος και Γιάννης· του απαντά σε λίγο με πλάνα έκφρασι ο υπάλληλος. Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης, είνε τα ονόματα των αδερφιών του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο.
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός. — Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε. Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός πίσω πηγαίνει το καΐκι μας. — Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν