Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ήρθε ώρα που αφίσαμε κάθε δουλειά κ' ερρίξαμε όλοι φωνή αγριεμένη, που τα θηρία της θάλασσας ετρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξυλώσουμε τ' αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη και ας ήταν ο θάνατός μας. Ο καπετάνιος είδε τη στιγμή κ' έβγαλε από την κάμαρή του ένα κουτί γαλέτες κ' ένα μποτηλάκι με ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι ζαμάικα! Εθεριέψαμε όλοι. Επλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη και άγρια.

Ο Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε, και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν.

Κύριε υπασπιστά, ο καπετάνιος μας διέταξε να σε ακολουθήσωμεν και οι πέντε. Δεν μας είπε να μείνωμεν κρυμμένοι οι δύο και να σε ακολουθήσουν μόνον οι τρεις. Με απεστόμωσεν η απάντησίς του. Αλλ' επέμεινα έτι· ηγέρθην και τον επλησίασα· ηγέρθησαν και οι πέντε συγχρόνως. — Μίρτε μου, είπα θέσας την χείρα μου επί του ώμου του, άκουσέ με, διά την αγάπην εκείνης που 'ξεύρεις.

Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά

Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεταιπασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα: — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος.

Στρατηγέ την άδεια να καταβώ'ς το ποτάμι. Να κάμης τι; — Διψώ. Ο καπετάνιος με παρετήρησεν απορών. Τον εξέπληξεν άρά γε η αίτησίς μου, ή η έκφρασις του προσώπου μου; — Δεν είναι ακόμη ώρα, είπεν άνευ οργής. Πρόσμενε. — Δεν ημπορώ να προσμείνω, απεκρίθην υψών την φωνήν. Οι οφθαλμοί του γέροντος ήστραψαν. Ηγέρθη διά μιας και η δεξιά του κατέπεσεν επί του εγχειριδίου εις την ζώνην του.

Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου.

Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μόνον για το καρβέλι! — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.

Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . . — Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία. — Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν