Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα.

Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη.

Η πλαξ εκείνη ήτο η μαρμαρίνη τράπεζα επί της οποίας άλλοτε ο εξαφανισθείς έκτοτε Καπετάνιος έσπευδε τα δάκρυά του μαζί με τον αφρώδη του κυρ-Μιχάλη ρητινίτην, προσφωνών τον εν τη ψυχή του κοιμώμενον Άγιον Βασιλέα διά του συνθηματικού χαιρετισμού: — Χριστός βοσκρές!

Αυτή με κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση.

Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια τουτον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμάτην πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβήτην πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισετην κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε.

Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι.

Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογγούσε. — Βόγγα συ και βόγγα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να βάλη το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα. Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κ' ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ' την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας. — Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι. Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν