Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.
Για δες, ως και φαεί μου τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Νά τηνα! τάρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάννα, και σε πέντε χρόνια θα μ' έχης. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτειά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα. . . . Μέπνιξαν, μέπνιξαν τα φιλιά της.
Αύτη άμα με είδε πάλιν να ξαναπάγω εκεί με εκύτταξε με βλέμμα φοβερόν, που μου επροξένησε φόβον, και άρχισε να μου λέγη· δυστυχισμένε, ύστερα από τόσους φοβερισμούς, που σου έκαμα, ακόμα τολμάς να φανής εδώ; φεύγα το λοιπόν ογλήγορα από εδώ· τώρα ευθύς κάνω και σε θανατώνουν.
Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κι' ο πατέρας σου δεν ήταν έμπορος όπως κι' ο πατέρας ο δικός μου; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είνε αυτές οι γυναίκες; σ' όλα ανακατώνονται. Αν ο πατέρας σου, κυρία μου, ήταν έμπορος, τόσο το χειρότερο γι' αυτόν· όσο όμως για το δικό μου πατέρα, είνε κακά πληροφορημένος όποιος σου είπε πως ήταν έμπορος. Εκείνο που έχω να σου πω εγώ είνε, ότι θέλω να κάνω γαμπρό αριστοκράτη.
Συνέλαβα λοιπόν τα όρνεα και έκοψα σύρριζα του μεν αετού την δεξιάν πτέρυγα, του δε γυπός την αριστεράν• έπειτα τας έδεσα με δυνατά λουριά και τας προσήρμοσα εις τους ώμους μου, εις δε τα άκρα των μακρών πτερών κατεσκεύασα λαβάς διά τα χέρια μου και έπειτα ήρχισα να κάνω δοκιμάς.
Ξέρε το: πως τη στιγμή όπου θάχης μαθημένα όλα τούτα από μένα, κάθε δόξα και τιμή που ο κόσμος θα σου κάνη, ως τον ουρανό θα φθάνη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και θα κάνω λοιπόν τι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! μια τέτοια ευτυχία εγώ τάχα θα τη ιδώ;
Κλαίει μες την κάμαρά της. Δεν θέλει να κατεβή. ΦΛΕΡΗΣ — Αρχίσαμε τα ίδια; Θα την κάνω εγώ να της περάσουν αυτά τα κλάματα. Αυτά μας λείπανε τώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Εγώ πάω. ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν άρχισε, πάει να πη, ακόμα η απαγγελία. Γιατρέ σε ζητούνε στο 11. ΦΛΕΡΗΣ — Τι απαγγελία, αδερφέ; Δε βλέπεις πάλι; ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι τρέχει; ΦΛΕΡΗΣ — Τα ίδια της συχωρεμένης.
— Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.
Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.
Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν