Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ποίαν λοιπόν τόσο μεγάλην αφορμήν έχθρας έχεις εναντίον μου και με μεταχειρίζεσαι κατ' αυτόν τον τρόπον και με διατάσσεις να πράττω αίσχιστα πράγματα και να σε βοηθώ εις καταπτύστους πράξεις; Δεν σε αρκούν όσα με αναγκάζεις να πράττω την ημέραν, να ψεύδωμαι, να επιορκώ και να εκχύνω την τόσην σου φλυαρίαν και μωρολογίαν ή μάλλον να εμώ τον βόρβορον των λόγων σου; και ούτε την νύκτα μ' αφήνης την δυστυχή να ησυχάσω, αλλά μόνη εγώ σου κάνω τα πάντα και εξευτελίζομαι και μιαίνομαι• και ενώ είμαι γλώσσα με χρησιμοποιείς ως χείρα και ως ξένην με υβρίζεις και με τόσα κακά με φορτόνεις.

Η Γκριζέντα μου έχει ρέψει. Εκείνος δεν την θέλει να βγαίνει από το σπίτι, να πάει να δουλέψει, και αν την δει να κάθεται στο κατώφλι της λέει να μπει μέσα, και όταν η Γκριζέντα παραπονιέται της λέει: «Για χάρη σου θα κάνω να πεθάνουν οι θείες μου από λύπη και κυρίως η θεία Νοέμι». Δεν λέει τίποτε άλλο επειδή είναι καλός και έχει καλή ανατροφή, αλλά τα λόγια αυτά είναι σαν το φαρμάκι που τρώει τα σωθικά αθόρυβα

Εσύ, πού τη βρήκες την πραγματική σωτηρία; Ζώντας για τους άλλους∙ αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, Έφις», πρόσθεσε, μιλώντας του κοντά στο πρόσωπο. «Εσύ είσαι που με έσωσες∙ σαν κι εσένα θέλω να είμαι… Απάντησε, έχω δίκιο; Σ’ έριξα καταγής, στην Ολιένα, αλλά και τους αγίους τους κακομεταχειριστήκαν, δεν έπαψαν όμως να είναι άγιοι.

Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά. Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου; Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό. Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. — Στάσου ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! — Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό.

Η αλήθεια είνε ότι και οι φίλοι του τού έκαμαν παρατηρήσεις και η Φοιβίς του ζητούσε πολλά, αλλ' εγώ πιστεύω ότι μάλλον τα μάγια μου τον έφεραν. Αλλ' η μάγισσα μου έμαθε και κάτι άλλο διά να κάνω τον Φανίαν να μισή και να σιχαίνεται την Φοιβίδα.

Ζήτησα να με πάνε στη Ρώμη, στον αδερφό στρατηγό. Εκεί με διωρίσανε στην Κωσταντινούπολη παπά του πρεσβευτή της Γαλλίας. Δεν είχα οχτώ μέρες, που ανάλαβα τα καθήκοντά μου, όταν συνάντησα κάποιο βράδυ ένα νεαρό τσογλάνι, πολύ ωραία φκιασμένο. Έκαμνε ζέστη: το παιδί θέλησε να κάνη μπάνιο· δεν έχασα την ευκαιρία να κάνω κ' εγώ ένα μπάνιο.

Μου ήρθε να ορκιστώ τότε στο όνομά της, πως θα κάνω κάτι για το γένος μου· και μόνον αργότερα συλλογίστηκα πως δεν μπορώ να κάμω, παρά μόνον ό,τι μ π ο ρ ώ, και τότε χάθηκα στην απελπισία της αδυναμίας μου και ήμουν κατάκαρδα κουρασμένος. Γεμάτο πίκρα είναι το πρώτο αντίκρυσμα της Πόλης. Μα ο πλούτος της βράζει μέσα μου. Πού είναι η φτώχεια και ξεραΐλα που μ' έδερναν τις περασμένες, όταν ταξίδευα!

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μικρομυαλιές! να θέλη κανείς να μένη πάντοτε στα χαμηλά. Πάψε, σε παρακαλώ: η κόρη μου θα γίνη μαρκησία, στο πείσμα όλου του κόσμου. ' αν με θυμώσης περισσότερο, θα την κάνω δούκισσα. Οι ανωτέρω πλην του ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μην αποθαρρύνεσαι ακόμη, Κλεόντ. Έλα μαζί μου, κόρη μου, και πήγαινε να πης του πατέρα σου, πως, αν δε σου τον δώση, δεν εννοείς να παντρευθής με κανένα.

Όπου δεν είσαι του λόγου σου, ο κόσμος μου φαίνεται έρμος και σκοτεινός. Πιάνω να διαβάσω και δε μπορώ να συμμαζέψω το νου μου. Ο νους μου γίνηκε νερό κιόλο σε σένα τρέχει....» Το Βαγγελιό μούκοψε το διάβασμα κείπε: — Γιάε το πονηρό, μαντινάδες απού τσι κατέει! Και πώς τσι ταιριάζει όπου πρέπει! «Πώς θα τόνε περάσω τόσον καιρό, που θα κάνω να σε δω. Η μέρες μου φαίνουνται χρόνοι.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν