United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάντησε ο Βασιληάς: «Ναι, να της αφήσουμε την ζωή, αλλά με μεγάλη ατίμωσι, χειρότερη από το θάνατο. Όποιος με συμβουλέψη τέτοιο μαρτύριο, πειο πολύ θα τον αγαπήσω. — Μεγαλειότατε, θα σου πω λοιπόν σύντομα τη σκέψι μου. Να, έχω δω εκατό συντρόφους. Δώσε μας την Ιζόλδη, να την έχουμε όλοι μαζική. Η αρρώστεια ανάβει της ορμές μας. Δώσ' τη στους λεπρούς σου, ποτέ γυναίκα δεν θάχη βρη χειρότερο τέλος.

Δε μας ξάφνισε λοιπόν διόλου, όταν ο γιατρός μας είπε μια μέρα τη γνώμη του, δηλαδή πως μόνο μια νέα εγχείριση μπορούσε να σώση την Έλσα. Είμαστε κείνη την ημέρα σα να είχε καταδικαστή σε θάνατο η ζωή μας όλη κ' έβλεπα πως η Έλσα αποχαιρετούσε όλα γύρω της.

Δε θα ξυπνούσε κείνη πια από την αναιστησία και μ' απελπισμένη καρδιά έπρεπε να γυρίσω μια μέρα στη νέα ζωή, που με πρόσμενε χωρίς εκείνη. Έτσι ζητούσα να μαντέψω τη σειρά των στοχασμών της, ενώ εκείνη βυθιζότανε ολοένα βαθήτερα στην εξουσία του θανάτου. Είτανε σα να είχα παραδώσει τον εαυτό μου και τη ζωή μου στο θάνατο και σα να λογαριαζόμαστε κ' οι δυο μαζί, αυτή και γω, με τον κόσμο.

Και νιώθω εδώ στην άδεια σου μεριά τόσο τον τόπο γύρω ρημαγμένο, κάτι μέσα μου ως να είδα γκρεμισμένο, κάτι ακριβό σα να έχασα με μια. Και στον κομμένο τον κορμό καθίζω και σκύβω το κεφάλι θλιβερό· στον άδοξό σου θάνατο να βρω τραγούδι, ω ψηλό δέντρο, δεν πασχίζω. Άλλος που σ' έχει σαν εμέ αγαπήσει, ας σε κλάψη σα γίγαντα νεκρό· βουβός εγώ αποπάνω μου θωρώ τον ήλιο ως γέρνει ατάραχος να δύση.

Διέταξε να φέρουν ψωμί και κρασί και είπε προς τον υπηρέτη να πάη να φάγη και εκάθησε για να γράψη. «Επέρασαν από τα χέρια σου, τα καθάρισες από τη σκόνη, τα φιλώ χίλιες φορές, συ τα άγγιξες και συ πνεύμα του ουρανού εννοείς την απόφασή μου, και συ, Καρολίνα, μου δίνεις το όπλο, συ, από τα χέρια της οποίας επιθυμούσα να δεχθώ το θάνατο, και, αχ! τώρα τον δέχουμαι. Ω, εξέτασα τον υπηρέτη μου.

Ζητούσε έλεος, με τόσο λυπητερή και τρυφερή φωνή, που τη λυπηθήκανε και της είπαν: «Κόρη, για να θέλη η Βασίλισσα Ιζόλδη το θάνατό σου, η κυρία η δική σου και η δική μας, χωρίς άλλο, κάποιο μεγάλο άδικο της έχεις κάνει». Απάντησε: «Δε γνωρίζω, φίλοι. Μοναχά ένα άδικο θυμάμαι.

« Γέμισεν από πτώματα Των Χριστιανών η Πόλι, « Τσακίζουν θύραις, 'μπαίνουνε «'Στά σπήτια και σκοτώνουν « Όπου κι' αν εύρουν Χριστιανό, « Και πανταχού απλόνουν « Τη βία και το θάνατο » Οι Γενιτσάροι όλοι.» « Ακούονται ολολυγμοί, » Και κοπετοί, και θρήνοι. » Βλέπουν σφαγμένα τα παιδιά » Αι δύστυχαι η μανάδες, « Ο άνδρας τη γυναίκα του, » Κλαίνε. Αλλ' οι φονειάδες » Δεν άκουγαν.

Τοσο που παντού διωγμένοι Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διό αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε, Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· Μια φορά καν ας χαθούμε.

Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».

Ο Ορέστης καταδικάζεται σε θάνατο από τους Αργείους, ενώ ο θείος του Μενέλαος τον εγκαταλείπει, από δειλία. Εξαγριωμένος από τη στάση του Μενελάου ο Ορέστης θέλει να σκοτώση τη σύζυγο του και την κόρη του Ερμιόνη. Τελικά μεταπείθεται από τον από μηχανής θεό και παντρεύεται την Ερμιόνη. Η μετάφραση έγινε από την Ηλία Βουτιερίδη.